Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- Aυγερινός ο [avjerinós] Ο17 : ονομασία του πλανήτη Aφροδίτη κατά την πρωινή του εμφάνιση· αστέρι / άστρο της αυγής· (πρβ. αποσπερίτης).
[μσν. αυγερινός ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αυγερινός]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυγερινός, επίθ. — ουσ.
-
- Α´ (Ως επίθ.) (προκ. για άστρο) που φαίνεται την αυγή (πβ. αυγερινός Αρκτούρος Καματηρός 3482)·
- έκφρ. αυγερινός αστέρας = το άστρο της αυγής, ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός:
- (Απόκοπ. 92)·
- (προκ. να δηλωθεί εξαιρετική ομορφιά):
- είχεν κόρην πάντερπνον, αυγερινόν αστέρα (Διγ. A 1996· Λουκάνη, Άλ. Τροίας [59]).
- έκφρ. αυγερινός αστέρας = το άστρο της αυγής, ο πλανήτης Αφροδίτη, ο Αυγερινός:
- Β´ (Ως ουσ.) ο Αυγερινός:
- Aνάστα …, Αυγερινός ανέτειλεν και ας περιπατούμεν (Διγ. Z 1843)·
- (προκ. να δηλωθεί εξαιρετική ομορφιά):
- το Pηγόπουλο … ήλαμπε ως λάμπει Aυγερινός κι ως φέγγει Aποσπερίτης (Eρωτόκρ. B´ 498)·
- φρ. ανεβαίνει ο Αυγερινός = ξημερώνει:
- (Πεντ. Γέν. ΧΙΧ 15).
[<ουσ. αυγή κατά τα αντίθ. εσπερινός, νυκτερινός. Η λ. το 12. αι. (επίθ. και ουσ., LBG) και σήμ. (ουσ.)]
- Α´ (Ως επίθ.) (προκ. για άστρο) που φαίνεται την αυγή (πβ. αυγερινός Αρκτούρος Καματηρός 3482)·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυγερινός -ή -ό [avjerinós] Ε1 : (λογοτ.) που εμφανίζεται, υπάρχει την αυγή· (πολύ) πρωινός: Aυγερινό φως / αεράκι. Οι αυγερινές αχτίδες του ήλιου. Aυγερινή δροσιά.
[μσν. αυγερινός < αυγ(ή) -ερινός κατά τα αντ. νυχτερινός, εσπερινός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγερινός1 [avyerinós] ο,, (sp. also Aυγερινός)
- ① morning star (syn in άστερας 1):
- δεν είχε φέξει ακόμα κι ο ~ έλαμπε στην ανατολή (Drosinis) |
- ο ~, όντας πλανήτης με δανεισμένο φως κι όχι ήλιος με δικές του φλόγες, εννοείται δεν τρεμουλιάζει (Pallis) |
- folks. .. κέρνα ώσπου να φέξει, | ώσπου να σκάσει ο ~, να πάει η πούλια γιόμα (DPetrop) |
- poem κι από τη σκάλα του Iακώβ ανεβοκατεβαίνουν | άγγελοι ωραίοι σαν αυγερινοί (Palam)
- ② fig prominent and influential person, guiding light, luminary (near-syn αστέρας 3b):
- o K.Π. με το τολμηρό του προβάδισμα μέσα στη λογοτεχνία του δημοτικισμού στάθηκε ολόλαμπρος ~ της Σχολής του Tαϋγέτου (Valetas)
[fr postmed, MG αυγερινός (sc αστήρ), substantiv. m of αυγερινός2]
- ① morning star (syn in άστερας 1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγερινός2, -ή, -ό [avyerinós]
- of or pertaining to the dawn (syn αυγινός 1, L εωθινός, near-syn πρωινός):
- ~ ουρανός |
- αυγερινή ακτίνα, δροσιά |
- αυγερινό άστρο |
- αυγερινό τραγούδι, τριαντάφυλλο |
- το σχοινί της καμπάνας .. το κούναε δώθε και κείθε τ' απαλό φύσημα τ' αυγερινού δροσόπαγου (Krystallis) |
- πριν χαράξει, θα 'βγαινε το αυγερινό μισοφέγγαρο (KPolitis) |
- τ' αυγερινά πουλιά .. κελαϊδούν συναγμένα στις φυλλωσιές (Panagiotop) |
- poem μοσχοβολάει | από τα αρώματα | τα αυγερινά (Solom) |
- γυρνώ, καημοί μου αυγερινοί, καημοί μου αποσπερίτες (Palam) |
- στ' αυγερινό το φως σ' αντίκρυσα | στης πούλιας το εφτάστρι σ' είδα (Malakasis)
[fr postmed, MG αυγερινός, der of αυγή w. suff -ερινός as in ημ-ερινός or εσπ-ερινός]
- of or pertaining to the dawn (syn αυγινός 1, L εωθινός, near-syn πρωινός):