Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυγίτης ο [avjítis] Ο10 : (ορυκτ.) χρωματιστός ορυκτός κρύσταλλος.
[λόγ. < ελνστ. αὐγίτης]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγίτης [avyítis] ο, (L) miner
- augite
[fr kath αυγίτης ← K αὐγίτης (sc λίθος) 'precious stone']