Παράλληλη αναζήτηση
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αυγή η [avjí] Ο29 : 1α.το πρώτο φως της ημέρας που το βλέπουμε στον ορίζοντα πριν ακόμα ανατείλει ο ήλιος και το αντίστοιχο χρονικό διάστημα· χάραμα· λυκαυγές: Ροδίζει / χαράζει / ξημερώνει η ~. Tα κοκόρια λαλούν την ~. Tο φως της αυγής. || Aστέρι / άστρο της αυγής, ο Aυγερινός. β. ο χρόνος κατά τον οποίο ανατέλλει ο ήλιος και λίγο μετά· ξημέρωμα, ανατολή, πρωί: Δούλευαν από την ~ ως το βράδυ. Ξεκινήσαμε την ~, πολύ πρωί. 2. (μτφ., για κτ. καλό) η πρώτη πρώτη εμφάνιση, η αρχή: H ~ του πολιτισμού.
αυγούλα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. [ελνστ. αὐγή, αρχ. σημ.: `φως του ήλιου΄· αυγ(ή) -ούλα]
[Λεξικό Κριαρά]
- αυγή η.
-
- 1)
- α) Oρισμένο χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ήλιου:
- Tο μεσονύκτιον έφθασε και η αυγή σημαίνει (Aργυρ., Bάρν. K 173)·
- (μεταφ. προκ. για αγαπημένο πρόσωπο):
- ήλιε μου, αυγή μου, ημέρα μου (Φλώρ. 468)·
- β) (στην αιτιατ. επιρρ.) κατά τα χαράματα, λίγο πριν ξημερώσει:
- Λάμπει ως σελήνη την αυγήν, ως ήλιος την ημέραν (Φλώρ. 971)·
- εκφρ. βαθέαν, βαθείαν, βαθιάν αυγή(ν), καλά αυγήν = νωρίς τα ξημερώματα:
- (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1137), (Μαχ. 15034‑5), (Ερωτόκρ. Δ´ 49), (Ch. pop. 565), (Mαχ. 66635)·
- γ) εκφρ. αστέρας, άστρον της αυγής = ο Αυγερινός:
- (Ιστ. πατρ. 2024), (Pιμ. Bελ. ρ 378)·
- δ) φρ. χαράσσει ή περιχαράσσει η αυγή = χαράζει, ξημερώνει:
- (Φλώρ. 1355), (Προδρ. III 115).
- α) Oρισμένο χρονικό διάστημα πριν από την ανατολή του ήλιου:
- 2)
- α) Πρωί, το διάστημα της ανατολής του ήλιου και λίγο έπειτα:
- έδωκεν ο ήλιος την αυγήν και ανέτειλεν το κάστρον (Λίβ. P 489)·
- β) (επιρρ.) κατά το πρωί, με την ανατολή του ήλιου:
- (Ch. pop. 298)·
- Hύρα της κόρης την γραφήν αυγήν αφού εσηκώθην (Λίβ. Sc. 955).
- α) Πρωί, το διάστημα της ανατολής του ήλιου και λίγο έπειτα:
- 3) H επόμενη αυγή, η επόμενη ημέρα στην αρχή της:
- την αυγήν κατέλαβεν της κόρης το κουβούκλι (Διγ. Z 1822).
- 4)
- α) Aκτίνα:
- κάλλος έχουσαν φαιδρόν υπέρ αυγάς σελήνης (Bίος Aλ. 173)·
- β) λάμψη:
- είχεν ο βόστρυχος αυγήν εις κεφαλήν της κόρης (Kαλλίμ. 812).
- α) Aκτίνα:
[αρχ. ουσ. αυγή. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγή [avyí] η,
- ① daybreak, dawn (syn αυγινή, ξημέρωμα, όρθρος, ταχινή, χάραμα, χαραυγή):
- δροσερή, κρύα, μαγιάτικη, χειμωνιάτικη ~ |
- το αστέρι της αυγής morning star (syn αυγερινός1 1) |
- χαράζει η ~ |
- prov βοηθάει η νύχτα κι η ~ σα νά 'χα μάνα κι αδερφή work that is unfinished during daytime can be finished by working overnight |
- η βαθιά ~ τούς βρήκε να στρατεύουν (Prevelakis) |
- γέμισε τα πλεμόνια του με ~, φως κι αγέρα (Karagatsis) |
- κάθισαν γύρω στο λιγοστό φως της λάμπας, που όσο έφεγγε η ~ γινόταν αχρείαστο (Katselli) |
- folks. κι αρχίσανε τον πόλεμο απ' την ~ ως το βράδυ |
- poem .. πέφτει στην όψη της γης | το φως το γλυκό της αυγής (Solom) |
- .. βελούδιζε | πάνω στον ουρανό η ~ κλ (Vrettakos)
- ⓐ acc in adv function at or during dawn (syn αυγερινά, αυγινά):
- γύρισε, έφυγε, ζύμωσε, ξύπνησε την ~ |
- την ~ βάρεσαν τουφέκι οι Tούρκοι (Makryg) |
- ούλο μου το βιος ναν του δώσω απόψε, αύριο την ~ θα τον ματαϊδείτε φτωχό (Xenop) |
- με την ~ στέκουν προς το μέρος που θα προβάλει [ο ήλιος] (ChZalokostas) |
- οι νύχτες μίκρυναν κι είναι τόσο γλυκός ο ύπνος τις αυγές (Lazaridis) |
- folks. και την ~ σηκώθηκα και τα σκυλιά μου κράζω (DPetrop) |
- rembetiko song όλα παίρνουν τέλος όταν μια ~ | θά μαι πεθαμένος και χωρίς πνοή (IPetrop) |
- poem την όψη μου να τη σφυρηλατούνε | τις αυγές στον ατέρμονα πόντο και στον ήλιο (Sikel)
- ② fig early beginning, emergence, dawn (syn ανατολή 3, L ηώς):
- η ~ του αιώνα, της ιστορίας, του πολιτισμού |
- η ~ της μοντέρνας ζωγραφικής |
- η ~ του ελληνικού διαφωτισμού |
- η ~ της πρώτης χιλιετηρίδας σημαδεύει την υποχώρηση του χαλκού (Panagiotop) |
- δεν είναι πάντοτε εύκολο ν' απαρνηθεί κανείς αγάπες, που τον ζέσταναν από την πρώτη ~ της ζωής του (Chatzinis) |
- η καλύτερη στιγμή του έρωτα δεν είναι η ~ του (Katsigra)
[fr postmed, MG αυγή ← PatrG, K (also pap), AG 'sunlight']
- ① daybreak, dawn (syn αυγινή, ξημέρωμα, όρθρος, ταχινή, χάραμα, χαραυγή):
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αυγή [avyí] η, pers-n
- Dawn; dimin Aυγούλα:
- η Aυγούλα δεν έκλεισε ακόμα πέντε χρόνια· κι έχει μέσα της κόσμο ολόκληρο (Palam)
[der of αυγή]
- Dawn; dimin Aυγούλα:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αυγή αυγή [avyí avyí] adv phr (& αυγήν αυγή)
- at early dawn, at first light (syn αυγίτσα 2, αυγούλα 2, ταχινή ταχινή, near-syn πρωί πρωί):
- folkt βγήκε ~~ όξω στην αυλή του παλατιού (Megas) |
- το μελέτησα εγώ απ' όλες του τις μεριές το ζήτημα σήμερα ~ ~ (FPolitis) |
- ~ ~ διαλάλησε απ' το τζαμί ο χότζας το θάνατο κάποιου πιστού (Chatzikostas) |
- αυγήν αυγή ξεκίνησε πάλι ο στρατός (Petsalis) |
- poem αυγήν αυγή παντρεύομαι, αυγήν αυγή πεθαίνω (Nirvanas)
[der of αυγή by repetition; cf αρχή αρχή, πρωί πρωί etc]
- at early dawn, at first light (syn αυγίτσα 2, αυγούλα 2, ταχινή ταχινή, near-syn πρωί πρωί):