Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατύχημα το [atíxima] Ο49 : α.δυσάρεστο γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα υλική ζημιά, τραυματισμό κτλ.: Εργατικό* ~. Είχα ένα μικρό ~ στο δρόμο γι΄ αυτό άργησα. β. δυσάρεστο γεγονός που συμβαίνει σε κπ. με τρόπο λίγο ή πολύ τυχαίο: Είχε το ~ να χάσει τους γονείς του, ατυχία.
[λόγ. < ελνστ. ἀτύχημα, αρχ. σημ.: `λάθος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατύχημα το.
-
- Δυστυχία, κακοτυχία:
- εις ατυχήματα με έποικεν η Tύχη (Λόγ. παρηγ. L 264).
[αρχ. ουσ. ατύχημα. H λ. και σήμ.]
- Δυστυχία, κακοτυχία:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατύχημα [atí ima] το, (L)
- accident, misfortune, mishap (syn ατυχία 1b, δυστύχημα, near-syn αναποδιά 1):
- εργατικό, οικιακό, τροχαίο ~ |
- του συνέβη ~ |
- απανωτά ατυχήματα |
- νοιώθουμε κάποια χαρά .. για τα ατυχήματα και τους πόνους των άλλων (Vrettakos) |
- να χάσει την παρθενιά του ένα κορίτσι άθελά του .. είναι ~, για το οποίο θλίβεται το ίδιο (Katsigra) |
- ο φόνος του Φιλίππου ήταν μεγάλο ~ για τον ελληνισμό (Evelpidis) |
- πάθαμε και ένα ~ στο δρόμο· ευτυχώς δεν πολυχτυπήσαμε (Stratou) [fr kath ατύχημα ← postmed (Somavera
[dial of Chios] ατύχεμα), MG ←K (also pap), AG, der of ἀτυχῶ]
- accident, misfortune, mishap (syn ατυχία 1b, δυστύχημα, near-syn αναποδιά 1):