Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατύπωτος -η -ο [atípotos] Ε5 : που δεν τον τύπωσαν (ακόμη): Aτύπωτο βιβλίο / φυλλάδιο. Aτύπωτη μελέτη.
[λόγ. α- 1 τυπω- (δες τυπώνω) -τος (διαφ. το ελνστ. ἀτύπωτος `ασχημάτιστος΄)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατύπωτος, -η, -ο [atípotos] (L)
- unprinted, unpublished (near-syn ασταμπάριστος 1, ant τυπωμένος):
- ατύπωτη εργασία, μελέτη |
- ατύπωτο βιβλίο |
- έγραφε όμορφους στίχους και του είχε μάλιστα διαβάσει μερικούς απ' αυτούς, ατύπωτους (Palam) |
- άλλα κείμενά του τυπώνει, άλλα τ' αφήνει ατύπωτα (Panagiotop) |
- κάθισε στο γραφειάκι με τα στοιβαγμένα, τα τυπωμένα και τ' ατύπωτα χαρτιά (Petsalis)
[fr kath ατύπωτος ← PatrG, K ἀτύπωτος 'unformed, shapeless']
- unprinted, unpublished (near-syn ασταμπάριστος 1, ant τυπωμένος):