Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατύλωτος, -η, -ο [atílotos]
- not stuffed w. food, not gorged (near-syn αφάγωτος, ant τυλωμένος):
- phr την έχω ατύλωτη I haven't stuffed myself w. food yet |
- σηκώθηκε ~ από το τραπέζι
[cpd w. *τυλωτός (: τυλώνω); cf K (3rd c. BC) ἀτύλωτος 'not calloused']
- not stuffed w. food, not gorged (near-syn αφάγωτος, ant τυλωμένος):