Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατόφια [atόfja] adv (sp. also ατόφυα)
- exactly, identically (syn απαράλλαχτα, ολόιδια, όμοια):
- περπατάει ~ σαν τον πατέρα του
[der of ατόφιος]
- exactly, identically (syn απαράλλαχτα, ολόιδια, όμοια):