Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατόφια
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατόφια [atόfja] adv (sp. also ατόφυα)
  • exactly, identically (syn απαράλλαχτα, ολόιδια, όμοια):
    • περπατάει ~ σαν τον πατέρα του

[der of ατόφιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες