Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατός -ή -ό [atós] αντων. οριστ. (βλ. Ε1) : (λογοτ., λαϊκότρ.) (μόνο με την προσωπική αντωνυμία μου, σου, του) εγώ ο ίδιος, μόνος· απατός: ~ μου το έκανα ό,τι έκανα.
[μσν. ατόν, ατός < ελνστ. ἑατόν με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < αρχ. αυτοπ. αντων. ἑαυτόν]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατός (I) ο,
- βλ. αετός.
[Λεξικό Κριαρά]
- ατός (II), αντων.,
- βλ. αυτός.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατός, -ή, -ό [atós] lit, w. gen of pers pron (μου, του etc)
- ① nom by oneself, of one's own accord, on one's own (syn in απατός 1):
- ατή της τα λέει κι ατή της τ' ακούει |
- πήγε ~ του |
- ατή σου να την κάμεις τη δουλειά σου |
- τα 'χε τάχα διαλεγμένα ατή της ή της βρέθηκαν στα χέρια έτσι κατά τύχη; (Myriv) |
- εγώ βέβαια ποτέ δε θα της έλεγα ~ μου το μεγάλο μου αίσθημα (id.) |
- πώς έφτασες ~ σου .. στην πούντα της Καλής Ελπίδας; (Vlami)
- ⓐ used contrastively or emphat I myself (you yourself, he himself etc) (syn ο ίδιος):
- φκιάνουν νήματα τα οποία τα βάφουν μοναχοί τους και τα πραγματεύονται ατοί τους εις τη Γερμανία (Demetrieis) |
- τα σακκιά τα φορτώνει στο μουλάρι του, καβαλικεύει κι ~ του στη μέση και ξεκινά (Myriv) |
- το 'χε γυρέψει για χάρη του άντρα της να υφάνει ατή της τα πανιά του καραβιού (Vlami) |
- παρακινούσανε τα βόδια τους στο μόχτο κι έκαναν καρδιά ατοί τους να τα βγάλουν πέρα (Prevelakis) |
- folks. κονάκια θέλουν τα παιδιά, κρασί τα παλληκάρια | κι ~ μου θέλω πέντ' αρνιά και δυο παχιά κριάρια (DPetrop) |
- poem κανείς αν είναι ~ του ανέσπλαχνος κι ανέσπλαχνη έχει γνώμη, | τον καταριέται ο κόσμος κλ (Homer Od 19.329 Kaz-Kakr)
- ② acc, refl, rare oneself (syn απατός 2, ο εαυτός [μου etc]):
- όταν μου λείψει η αγάπη σας, τότε θα ορίζω τον ατό μου (Prevelakis) |
- σούρθηκε κοντά στο κουφάρι κι άφησε τον ατό της να κλάψει την ορφάνεια της (id.)
[fr postmed, MG ατός ← Κ (also pap) ἀτός, var of αὐτός or der of K (also pap) ἑατοῦ, var of AG ἑαυτοῦ]
- ① nom by oneself, of one's own accord, on one's own (syn in απατός 1):