Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατόνιστος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατόνιστος -η -ο [atónistos] Ε5 : α.(για λέξη, συλλαβή) που δεν τον τόνισαν· άτονος 2. β. (μουσ., για έμμετρο λόγο) που δεν τον προσάρμοσαν σε μουσικό μέλος: Aτόνιστο ποίημα. Aτόνιστοι στίχοι.

[λόγ. α- 1 τονισ- (τονίζω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατόνιστος, -η, -ο [atόnistos] (L) lang
  • on which the accent has not been marked (syn άτονος 4b, ant τονισμένος):
    • ατόνιστη λέξη

[fr kath (neol) ατόνιστος, cpd w. *τονιστός (: τονίζω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες