Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατυχώς [atixós] adv (L)
- unfortunately (syn δυστυχώς):
- ~ δεν είναι το ίδιο ικανοποιητική και η εκπαιδευτική μας πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα (Papanoutsos) |
- συγκριτικό υλικό από μέσα από την Kωνσταντινούπολη ~ λείπει ακόμη, δεν είναι δημοσιευμένο (Pallas) |
- τα πράγματα έχουν ~ έτσι (Angelop)
[fr kath ατυχώς ← K, AG; cf άτυχα]
- unfortunately (syn δυστυχώς):