Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατυχώ
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατυχώ [atixó] Ρ10.9α : είμαι, αποδεικνύομαι άτυχος, αποτυχαίνω σε κτ. από κακή τύχη, μου συμβαίνει κάποια ατυχία σε κτ.: Aτύχησε στον πρώτο της γάμο και δεν ξαναπαντρεύτηκε. Aτύχησαν στη ζωή.

[λόγ. < αρχ. ἀτυχῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ατυχώ· μτχ. παρκ. ατυχημένος.
  • 1) Δυστυχώ:
    • να ίδω τίνες ευτυχούν και ποίοι ατυχούσιν (Λόγ. παρηγ. L 111).
  • 2) Δεν τα βγάζω πέρα, αποτυχαίνω:
    • αν δε πολλάκις ατυχείς εκ τα γραμματικά σου, έκβαλε τα εκκλησιαστικά (Προδρ. III 209-1 χφ P κριτ. υπ).
  • H μτχ. παρκ. ως επίθ. = που δε φέρνει καλή τύχη:
    • ουκ έχεις … ατυχημένην μοίραν (Λίβ. Esc. 3346).

[αρχ. ατυχέω. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατυχώ [atixό] ατυχεί, ipf ατυχούσα, aor ατύχησα (subj ατυχήσω), pf & plupf έχω-είχα ατυχήσει, (L)
  • ① suffer bad luck, fall into adversity, meet w. misfortune, be unlucky (near-syn δυστυχώ):
    • ατύχησε στο γάμο του |
    • αν είμαστε και λίγο τυχεροί ή τουλάχιστον αν δεν ατυχήσουμε, τότε πολλά μπορούν να γίνουν |
    • είναι απ' τα πιο εύκολα πράγματα το να επιβληθείς σ' έναν που ατύχησε (Vrettakos) |
    • υπηρέτησε .. εννιά αυτοκράτορες .. έτοιμος πάντοτε .. να εγκαταλείψει όσους ατυχούσαν (Kanellop) |
    • στην Eλλάδα ο Πιραντέλλο είχε ατυχήσει· .. είχε παιχθεί λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο σύγχρονο (Melas)
  • ⓐ be unsuccessful, fail (syn αποτυχαίνω, αστοχώ 2):
    • η κυβέρνηση ατύχησε στην οικονομική της πολιτική |
    • αυτοκτονούν άνθρωποι που ατυχούν στις επιχειρήσεις τους |
    • το βιβλίο ατύχησε στην ελληνική έκδοση |
    • στον Eύμηλο που ατύχησε δίνει ο Aχιλλέας ιδιαίτερο έπαθλο (Kakridis) |
    • δεν αλλάζουν το στρατηγό στη μέση του πολέμου, έστω και αν ατύχησε (Karagatsis, adapted) |
    • το έργο δεν ατύχησε μονάχα στη σκηνή, όπου είχε μέτρια επιτυχία, αλλά και μετά το παρουσίασμά του (Melas)
  • ② euphem lose one's virtue, go astray, fall (syn παραστρατώ):
    • βλέπουμε με περιφρόνηση την πόρνη ή ακόμα και τη γυναίκα που ατύχησε (Evelpidis)

[fr kath ατυχώ ← postmed, MG ← K (also pap), AG ἀτυχῶ (-έω)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατυχών [atixόn] ο, (L)
  • person suffering due to adversities or misfortune:
    • ο σταθμός είναι πρωταρχικός συντελεστής της προνοίας για τους ατυχούντες και τους έχοντες ανάγκη ιατρικής περιθάλψεως

[fr kath ο ατυχών ← AG, substantiv. m of prp of ἀτυχῶ]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατυχώς [atixós] adv (L)
  • unfortunately (syn δυστυχώς):
    • ~ δεν είναι το ίδιο ικανοποιητική και η εκπαιδευτική μας πραγματικότητα πίσω από τα φαινόμενα (Papanoutsos) |
    • συγκριτικό υλικό από μέσα από την Kωνσταντινούπολη ~ λείπει ακόμη, δεν είναι δημοσιευμένο (Pallas) |
    • τα πράγματα έχουν ~ έτσι (Angelop)

[fr kath ατυχώς ← K, AG; cf άτυχα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες