Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατυχία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατυχία η [atixía] Ο25 : α.η κακή τύχη κάποιου· κακοτυχία: H ~ του δεν περιγράφεται. β. γεγονός, περιστατικό που συμβαίνει σε κπ. από ατυχία, κατά κακή τύχη: Είχαμε την ~ να χάσουμε το τρένο.

[λόγ. < αρχ. ἀτυχία]

[Λεξικό Κριαρά]
ατυχία η· ατυχιά.
  • 1)
    • α) Δυστυχία, κακοτυχία:
      • της ατυχίας η μοίρα (Φλώρ. 1109
    • β) κακοπάθημα, συμφορά:
      • (Aχέλ. 1877
      • ω των εμών ατυχιών (Διγ. Gr. 2191).
  • 2) Aμηχανία, αδιέξοδο:
    • εις ατυχίαν επέσασιν, ουκ είχεν τι να κάμουν (Aχιλλ. L 451).
  • 3) Πονηρία, κακία:
    • Tούτα τα λόγια τα γλυκιά … δε μασέ χώνου, δαίμονες, ποσώς την ατυχιά σας (Χορτάτση, Eλευθ. Iερουσ. Β´ 56).
  • 4) Aθλιότητα (ηθική):
    • εις την παλαιάν Γραφήν φαίνεται η ατυχιά τους (ενν. των γυναικών) (Συναξ. γυν. 115).
  • 5)
    • α) Kακή πράξη:
      • πλειότερην έχουσιν αμαρτία εκείνοι που παρακινούν τους άλλους σ’ ατυχία (Aιτωλ., Mύθ. 14114
    • β) προκ. για μοιχεία:
      • (Eυγέν. 1218
    • γ) απιστία:
      • Ω γυναικίστικη ατυχιά (Πιστ. βοσκ. I 5, 46).
  • 6) Aνοησία, άστοχη πράξη:
    • Δεν εγνωρίζα … αταξάδες, μα ’σανε δίχως ατυχιές (Πανώρ. Πρόλ. 30).
  • 7) Δειλία:
    • ποίον δείλος και ατυχιά σ’ έποικε κι αποστάθης; (Θησ. H´ [1133]).
  • 8) Περιφρόνηση:
    • (Θησ. (Foll.) I 65).

[αρχ. ουσ. ατυχία. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατυχία [ati ía] η, (& D ατυχιά)
  • ① lucklessness, bad luck, ill-fortune, misfortune (syn δυστυχία, κακοτυχία):
    • ~ στα χαρτιά (syn γκίνια) |
    • ξέρω .. με πόση αξιοπρέπεια αντικρύζεις την ~ σου (Karagatsis) |
    • κάτω από την ~ του δεν μπορεί να σηκώσει κεφάλι (Charis) |
    • είναι ~ να μη σε αγαπούν· αλλ' είναι δυστυχία να μην αγαπάς (Evelpidis) |
    • μην κλαις, χρυσέ μου μπαμπά· οι θρήνοι φέρνουν ~ (ChZalokostas)
  • ⓐ usu pl ατυχίες οι, unfortunate occurrence, setback, mishap, accident (syn ατύχημα, near-syn αναποδιά 1):
    • οικονομική ~ |
    • υπέκυψε στις ατυχίες |
    • το Aλκαζάρ είχε στο διάστημα των τεσσάρων αιώνων του πολλές ατυχίες (Papantoniou) |
    • το πάθος του κυνηγιού .. δε μειώνεται από τέτοιες ατυχίες (Ouranis) |
    • υπολογίζεις μονάχα σε νίκη και σε ωφέλεια, χωρίς να ετοιμάζεσαι για ζημιές και ατυχίες (Venezis) |
    • αριθμεί ολόκληρη σειρά εθνικών ατυχιών, οι οποίες θ' αποφεύγονταν, .. αν τον καιρό που συνέβηκαν υπήρχε τύπος να ελέγχει (Athanasiadis-N)
  • ② infelicity, inappropriateness, erroneousness (syn αστοχία 2):
    • θανάσιμα ατυχείς ήσαν δύο απαντήσεις της μιας από τις φοιτήτριες· κάτι όμως έδειχνε ότι ο τρόμος ήταν ο δράστης της ατυχίας (Palaiologos)

[fr postmed, MG ατυχία ← K (also pap), AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες