Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατυχής -ής -ές
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Κριαρά]
ατυχής, επίθ.
  • 1)
    • α) Δυστυχής, κακότυχος:
      • (Φλώρ. 1219
    • β) που φέρνει κακή τύχη, «καταραμένος»:
      • μοίραν ατυχεστάτην (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Kων/π. 47).
  • 2) Kακός, μοχθηρός:
    • ατυχέστατος ο Σάτυρος εχθρός μου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [547]).
  • 3) Eλεεινός, ξεπεσμένος:
    • Nα διαλαλώ τες εντροπές απόθεν και διαβαίνω τούτης της ατυχέστατης (Σουμμ., Παστ. φίδ. B´ [1313]).

[αρχ. επίθ. ατυχής. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατυχής -ής -ές [atixís] Ε10 : (λόγ., κυρ. για ενέργεια, γεγονός) άτυχος: ~ σύμπτωση / παρέμβαση. Aτυχές γεγονός, ατυχία. ατυχώς ΕΠIΡΡ κατά κακή τύχη, δυστυχώς.

[λόγ. < αρχ. ἀτυχής, ἀτυχῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατυχής1 [ati ís] (L)
  • unfortunate person, poor soul (syn άμοιρος1, άτυχος1, ο δυστυχής, ο καημένος):
    • ποιος ηξεύρει από τι καταχρήσεις έσωσε το δημόσιον ταμείον ο ~! (Karkavitsas) |
    • τον ατυχή τον ελεούμε· τον υποκριτή, αποσπούμε το προσωπείο του και τον παραδίνομε στη χλεύη (Papanoutsos)

[fr kath ο ατυχής, substantiv. m of ατυχής2]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατυχής2, -ής, -ές [ati ís] (L)
  • ① unfortunate, unlucky, ill-fated (syn άμοιρος2 1, άτυχος2 1, δυστυχής, κακότυχος):
    • ( γάμος |
    • ~ περιπέτεια |
    • ατυχές γεγονός |
    • δυο ατυχή περιστατικά |
    • ο ~ πόλεμος του 1897 |
    • η δυστυχισμένη πατρίδα είναι ~ από κυβέρνησιν (Makryg) |
    • οι φιλοδοξίες των Mεγαλοκομνηνών περιορίζονται πολύ νωρίς ύστερ' από τις ατυχείς συγκρούσεις τους με τους βασιλείς της Nικαίας (Vacalop) |
    • οι ατυχείς φίλαθλοι, που δεν έχουνε την τύχη να βρίσκονται κάτω από στέγη, προσπαθούνε να δημιουργήσουν (Sakellarios) |
    • poem .. από τη μόνη θύρα σπιτιού πυρπολημένου | έντρομοι και ατυχείς οι κάτοικοι φεύγουν (Papaditsas)
  • ② infelicitous, unfortunate, unsuitable, unsuccessful, poor (syn ανεπιτυχής
  • ⓐ άστοχος 2, άτυχος2 2):
    • ~ όρος, χαρακτηρισμός |
    • ~ εκλογή, παράσταση, παρατήρηση, φράση |
    • από τον έφηβο που γράφει τους πρώτους ατυχείς στίχους του δεν λείπει η ευαισθησία (Papanoutsos) |
    • έκανε απαντήσεις κάποτε πολύ εύστοχες .. και κάποτε δυστυχώς ατυχέστατες (Christidis) |
    • poem τι ασαφείς οι έννοιες, τι ατυχείς, τι μισερές οι παρομοιώσεις (Papatsonis)

[fr kath ατυχής ← MG ← K (also pap), AG]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατυχήσας, -ασα, -αν [ati ísas] (L)
  • ① having suffered a misfortune (syn ατυχημένος):
    • οι μέρες των ατυχησάντων ηρώων [του μυθιστορήματος] συντομεύονται ανηλεώς (Athanasiadis-N) |
    • ειδοποιούνται τηλεφωνικά από τους ατυχήσαντες φίλους των, ότι οι τελευταίοι διόρθωσαν τη μηχανή (Papanoutsos)
  • ② unsuccessful, failed (syn αποτυχημένος2):
    • τερτίπια .. χρησιμοποιούν οι ατυχήσαντες επιχειρηματίες, όταν .. αγωνίζονται να αναβάλουν την κήρυξη της αναπότρεπτης χρεοκοπίας τους (Christidis)

[fr kath ατυχήσας, aor pt of ατυχώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες