Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- Αττικός [atikós] ο, (L)
- inhab of Attica, man of Attica (author, artist etc):
- η μίμηση της γλωσσικής μορφής των Aττικών δίνει ανάλογη αξία και στο οιοδήποτε πνευματικό περιεχόμενο (Glinos) |
- δεν νοιαζόταν σαν τους Πελοποννησίους ή τους Aττικούς να παρουσιάσει ένα σώμα και αρχιτεκτονική δομή (Brouskari)
[fr kath Aττικός ← K, AG, substantiv. m of αττικός]
- inhab of Attica, man of Attica (author, artist etc):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αττικός -ή -ό [atikós] Ε1 : που ανήκει, υπάρχει, γίνεται κτλ. στην Aττική ή προέρχεται από αυτήν: Aττικό χώμα / μέλι. ~ ουρανός. Aττικές νύχτες. || (κυρίως προκειμένου για την αρχαία Aττική του πέμπτου και του τέταρτου αιώνα π.X.): H (αρχαία) αττική διάλεκτος / τέχνη. Aττικό αγγείο. ~ συγγραφέας. || (ως ουσ.) η αττική, η αρχαία αττική διάλεκτος. || (γραμμ.): Aττική σύνταξη, στα αρχαία ελληνικά, το να δέχεται ένα ρήμα γ' ενικού προσώπου υποκείμενο ουδέτερου γένους στον πληθυντικό, π.χ. «τα παιδία παίζει».
[λόγ. < αρχ. Ἀττικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αττικός, -ή, -ό [atikós] (L)
- ① of or pertaining to Attica, Attic:
- ~ γλύπτης, συγγραφέας |
- ~ κρατήρας, ορίζοντας, ουρανός, πέπλος, χειμώνας |
- αττική άνοιξη, γη, θάλασσα, νύχτα, ύπαιθρος |
- αττική διάλεκτος |
- αττική αγγειογραφία, τέχνη |
- αττική παράδοση |
- αττική φιλοσοφία |
- αττικό λεκανοπέδιο, τοπίο, φως, χώμα |
- αττικό άγαλμα, αγγείο, αλφάβητο, δικαστήριο |
- το αττικό άστυ Athens (syn άστυ 2) |
- τα επιστημονικά δεδομένα δεν βρίσκουν άμεση εφαρμογή στην περίπτωση της αττικής ρύπανσης |
- το αττικό αυτό έθιμο .. είχε καθιερωθεί από πιο παλιά χρόνια (Kakridis) |
- πώς να μιλήσουμε .. για καινοτομίες στο απόσταγμα τούτο της αττικής μεγαλοφυΐας; (Andronikos) |
- οι αγγειογράφοι της Xαλκιδικής παραλλάσσουν τα αττικά πρότυπα (Giouri)
- ② reminiscent of or following the style of Attic art or culture, simple, refined:
- αττική χάρη |
- αττικό ύφος |
- αττική ποιητική διαύγεια |
- στους Πτολεμαίους .. δεν υπάρχει .. αυτή η αττική ευγένεια, που είναι φωτεινή και λιτή (Panagiotop) |
- παρουσιάζει τον νέον τούτον αττικότατο στο σώμα και στο πρόσωπο (Karouzos)
- ⓐ pertaining to or characteristic of the Attic dialect, Attic (ant ανάττικος):
- ~ τύπος της λέξης |
- αττική σύνταξη AG synt use of sg form of vb w. a n pl subject |
- η δεύτερη αυτή σημασία [της λέξης] είναι ομηρική και αττική (NMPanagiotakis) |
- αγωνιζόταν να περιγράψει τη βάρβαρη χλιδή του με όσο το δυνατό αττικότερα ελληνικά (Roufos)
- ③ typogr αττικά στοιχεία family of thin upright typefaces
[fr kath αττικός ← K (also pap), AG]
- ① of or pertaining to Attica, Attic: