Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αττικιστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αττικιστής ο [atikistís] Ο7 : ως χαρακτηρισμός συγγραφέα (της ελληνιστικής ή άλλης μεταγενέστερης περιόδου) που ακολουθεί την τάση του αττικισμού, που μιμείται τη γλώσσα των αρχαίων αττικών συγγραφέων: Οι αττικιστές επέκριναν και θεωρούσαν ανελλήνιστους όσους έγραφαν στην κοινή ελληνιστική.

[λόγ. < ελνστ. ἀττικιστής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αττικιστής [aticistís] ο, (L) philol
  • imitator of the Attic style, atticist:
    • ξεκινώντας .. από τη χορεία των εθνικών και χριστιανών αττικιστών .. διεύρυνε η διάλεκτος αυτή έναν άλλο δρόμο (Kanellop)

[fr kath αττικιστής ← ByzG (4th c.), der of αττικίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες