Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αττικισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αττικισμός ο [atikizmós] Ο17 : α.γραμματικός τύπος ή φραστικός τρόπος που ιδιάζει στην αττική διάλεκτο. β. η τάση για μίμηση της γλώσσας των αττικών συγγραφέων του πέμπτου και του τέταρτου αιώνα π.X.: Ο ~, γέννημα των ελληνιστικών χρόνων, διατηρήθηκε και σε μεταγενέστερες περιόδους των ελληνικών γραμμάτων.

[λόγ. < ελνστ. ἀττικισμός, αρχ. σημ.: `συμμαχία με τους Aθηναίους΄]

[Λεξικό Γεωργακά]
αττικισμός [aticizmós] ο, (L) philol, arche.
  • imitation of the Attic style, atticism:
    • βυζαντινός ~ |
    • έτσι γεννιέται ο ~ και με τις ίδιες περίπου αναλογίες ο λατινισμός, .. ο αραβισμός κλ (Glinos) |
    • αυτή η στροφή προς τη μορφή του λόγου .. συντροφεύτηκε γρήγορα και από έναν άλλο φορμαλισμό, τον αττικισμό (Tatakis) |
    • η Iωνία .. μέσα στον αναπόφευκτο από τα επιτάγματα των καιρών αττικισμό της διατηρεί πάντα κάποιο ρόλο (Koukouli-Chr)

[fr kath αττικισμός ← AG]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες