Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσούμπαλος -η -ο [atsúmbalos] & αρτσούμπαλος -η -ο [artsúmbalos] Ε5 : (προφ.) α. απεριποίητος, ατημέλητος. β. για άνθρωπο αδέξιο, άγαρμπο, που κάνει ζημιές κτλ.
[ίσως < ελνστ. σιπαλός `άσκημος, άμορφος΄]