Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσελεράντο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατσελεράντο [atselerándo] adv (L) mus
  • w. increasing speed, accelerando

[fr It accelerando]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες