Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσαλόχρωμος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατσαλόχρωμος, -η, -ο [atsalόxromos]
  • steel-colored, steel-gray, steely (syn in ατσαλένιος 2):
    • μου φαίνεται πως τη βλέπω ακόμα με μια χαριτωμένη τουαλέτα ατσαλόχρωμη (Xenop) |
    • τόση ένταση ξέχυναν τα μεγάλα ατσαλόχρωμα μάτια του (TAthanasiadis)

[cpd w. combin form -χρωμος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες