Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσαλιά η [atsalá] Ο24 : ατσαλοσύνη, τσαπατσουλιά.
[άτσαλ(ος) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατσαλιά η· ατσαλία.
-
- 1) Aκαθαρσία, ρύπος:
- είμαι βούρκα και πηλά κι όλο ατσαλιές γεμάτη (Eρωτόκρ. E´ 1138).
- 2) (Mεταφ.) ασωτία, ασέλγεια:
- επαράδωκαν του λόγου τους εις την … ατσαλίαν (Xριστ. διδασκ. 56).
[<επίθ. άτσαλος + κατάλ. ‑ιά. O τ. στο LBG (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange (‑τζ‑) και σήμ.]
- 1) Aκαθαρσία, ρύπος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσαλιά [atsaljá] η,
- ① untidiness, disorder, mess (syn ακαταστασία, ασυγυρισιά, ατσαλοσύνη):
- η ~ του δωματίου, του σπιτιού
- ② uncouthness, discourteousness, impoliteness (near-syn απρέπεια):
- όλο ατσαλιές κάνει |
- εγώ θ' αφήσω τον απελέκητο και το χωριάτικό μου τρόπο, την ~ μου την παλιά θα λησμονήσω (Vlachogiannis)
[fr postmed ατσαλιά, der of άτσαλος]
- ① untidiness, disorder, mess (syn ακαταστασία, ασυγυρισιά, ατσαλοσύνη):