Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατσαλίνα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατσαλίνα η [atsalína] Ο25 : (τεχν.) ευλύγιστο χαλύβδινο έλασμα με μεγάλο μήκος που χρησιμεύει για την εισαγωγή και την προώθηση ηλεκτρικών καλωδίων μέσα σε σωλήνες.

[ατσάλ(ι) -ίνα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες