Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσίδας ο [atsíδas] Ο2 : (προφ., συνήθ. για άντρα) πολύ έξυπνος, ικανός, πανούργος· ατσίδα: Είναι ~ στη δουλειά του, ξεφτέρι.
[ατσίδ(α) -ας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσίδας [atsí∂as] ο, s. ατσίδα 2
- :
- μεγάλος ~ |
- οι ατσίδες Έλληνες ανακαλύπτουν κάθε μέρα δουλειές του ποδαριού |
- ρεμούλα σε βάρος του δημόσιου χρήματος από τους διάφορους ατσίδες του μεγάλου κεφαλαίου |
- σίγουρα θα 'ταν σπουδαίος τεχνίτης, γεννημένος βουτηχτής, ~ της δουλειάς (Zappas) |
- παμπόνηροι είναι .. οι αυλικοί, ατσίδες στις δολοπλοκίες (Psathas)
[der of ατσίδα]