Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσίδα η [atsíδa] Ο26 : (προφ., για πρόσ.) πολύ έξυπνος, ικανός, πανούρ γος· ατσίδας: Σου είναι μια ~ ο φίλος μας!, ξεφτέρι.
[μσν. *ατσίδα (πρβ. μσν. ατσίδι) `νυφίτσα΄ < ελνστ. ἰκτίς, αιτ. -ίδα με ισχυροπ. της άρθρ. [kti > tsi] (σύγκρ. γαλακτίδα > γαλατσίδα) και τροπή του αρχικού [i > a] από συμπροφ. με το αόρ. άρθρο και ανασυλλ. [mia-its > mia-ts > mi-ats]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσίδα [atsí∂a] η,
- ① zoo marten, Mustela foena or Mustela martes (syn ατσίδι, κουνάβι)
- ② fig very bright, shrewd, or resourceful person (syn ατσίδας, ξεφτέρι, σπίρτο):
- ~ στην απάτη, στην κλεψιά, στην ψευτιά |
- είναι ~, δεν του ξεφεύγει τίποτα |
- ο Θ., μεγάλη ~ της πιάτσας, του πρότεινε να πλασάρει μια παρτίδα λαθραία (Frangias) |
- πώς θα τα βγάλεις πέρα στη ζωή; εδώ ατσίδες και σκαλώνουν (Palaiologos) |
- είναι δείγματα ανατολίτικης τέχνης, δεν έχουν τίποτα να κάμουνε με το Όρος· πουλάει είναι καλόγερος, ~ (Kasdaglis) |
- rembetiko song είν' έξυπν' η γειτόνισσα κι η κόρη της ~ | και να 'χεις, για να μη μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα (IPetrop)
[fr postmed (Somavera) ατζίδα (pronunc. ατσίδα) ← (μια) *κτίδα ← *ικτίς (bes AG, K κτις)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσίδας ο [atsíδas] Ο2 : (προφ., συνήθ. για άντρα) πολύ έξυπνος, ικανός, πανούργος· ατσίδα: Είναι ~ στη δουλειά του, ξεφτέρι.
[ατσίδ(α) -ας]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσίδας [atsí∂as] ο, s. ατσίδα 2
- :
- μεγάλος ~ |
- οι ατσίδες Έλληνες ανακαλύπτουν κάθε μέρα δουλειές του ποδαριού |
- ρεμούλα σε βάρος του δημόσιου χρήματος από τους διάφορους ατσίδες του μεγάλου κεφαλαίου |
- σίγουρα θα 'ταν σπουδαίος τεχνίτης, γεννημένος βουτηχτής, ~ της δουλειάς (Zappas) |
- παμπόνηροι είναι .. οι αυλικοί, ατσίδες στις δολοπλοκίες (Psathas)
[der of ατσίδα]