Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσάραντος [atsárandos] ο, (region. Pelop & ατσάραδos IonIsl, Thera, Naxos) orn
- greenfinch, Carduelis chloris chloris L. (syn λιναροπούλι, φλώρι, φλώρος):
- μέσα στις κλούβες αυτές .. ήταν πουλιά χίλιων ειδών, .. καρδερίνες, .. ατσάραντοι, κοτσύφια (Xenop) |
- poem όλα, απ' τ' αηδόνια τ' άκουσα |..| ως τ' άγριο τ' αχνοπράσινου | του ατσάραντου μεθύσι (Sikel)
[fr ατσάραντος (in Crete asἀrados: Belon) ← Ven zarἀnto 'Loxia chloris, L.'; cf Somavera ασάραντος & Korais, Άτακτα 4.682]
- greenfinch, Carduelis chloris chloris L. (syn λιναροπούλι, φλώρι, φλώρος):