Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσάλωμα το [atsáloma] Ο49 : το αποτέλεσμα του ατσαλώνω: Tο ~ του τσεκουριού. || (μτφ.): Tο ~ της ψυχής.
[ατσαλώ(νω) -μα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσάλωμα [atsáloma] το,
- ① metall. steeling, acierage, case hardening (syn επιχαλύβωση, στόμωση, χαλύβωση):
- άλλα από τα σύνεργα θέλανε βαφή, άλλα χρειαζόνταν στόμωμα ή ~ (Prevelakis)
- ② fig fortifying, strengthening, steeling (syn χαλύβδωμα, near-syn δυνάμωμα):
- το ~ αυτό του οργανισμού είναι πολύτιμο για την πρόληψη των κρυολογημάτων |
- τα γενικά μαθήματα .. ολοκληρώνουν τον ανθρωπισμό συντελώντας στο πολιτικό και κοινωνικό ~ του σπουδαστή (Kasimatis)
[der of ατσαλώνω]
- ① metall. steeling, acierage, case hardening (syn επιχαλύβωση, στόμωση, χαλύβωση):