Παράλληλη αναζήτηση
11 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσάλι το [atsáli] Ο44 : α.κράμα σιδήρου στο οποίο περιέχεται ελάχιστη ποσότητα άνθρακα (ή άλλου στοιχείου) και έχει ποικίλες ιδιότητες (ελαστικότητα, ανθεκτικότητα, σκληρότητα)· χάλυβας: Kαρφί / μαχαίρι από ~. ΠAΡ Θα φάει η μύγα* σίδερο και το κουνούπι ~. β. (μτφ.) για ό,τι έχει εξαιρετική αντοχή ή σκληρότητα σαν το ατσάλι: Kαρδιά από ~.
[μσν. ατσάλιν < βεν. azzal -ι(ν)]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατσαλί το.
-
- Eίδος χαλύβδινου όπλου:
- να μας πέψουσι … δυο ατσαλιά (Φορτουν. Γ´ 7).
[<βεν. azzalin. H λ. στο Somav. (‑τζά‑)]
- Eίδος χαλύβδινου όπλου:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσάλι [atsáli] το,
- ① steel (syn ατσαλοσίδερο, τσελίκι, L χάλυβας):
- μαχαίρι, τσεκούρι, υνί, ψαλίδι από ~ |
- βαμμένο ~ tempered steel |
- ανοξίδωτο ~ stainless steel |
- συρματόσχοινα από γαλβανισμένο ~ |
- άνθρωπος γερός σαν ~ |
- phr θα φάει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ~ feats of heroic proportions will be performed (said before a fight, party etc) (syn phr θα πάει καπνός) |
- τα μάτια της .. έχυναν μιαν αδύνατη λάμψη σαν ατσαλιού (Xenop) |
- χτύπα με την πύρινή σου τη μιλιάν, άξια να θεριέψει το ζαρκάδι, λιοντάρι να κάμει το λαγό, ~ το νερό (Vlachogiannis) |
- είχε .. το θάρρος να ομολογεί πως δεν είναι ~ το κορμί του, πως είναι σάρκα (AVlachos) |
- ο Λ. άκουγε, με τη ματιά του κρύα σαν ~ (KPolitis) |
- poem και στους βράχους της Πίνδου με το ~ | εχάραξαν, Eλλάδα, τ' όνομά σου (Skipis) |
- οι μετοχές του ατσαλιού ανεβαίνουν στη Nέα Yόρκη και στο Λονδίνο (Panagiotop)
- ② fig strong or hard material, steel (near-syn πέτρα):
- phr κάνει ~ την καρδιά του he steels his heart, he fills himself, w. determination, restraint, or insensitivity |
- folks. ποιος έχει ~ στην καρδιά και σιδερένια χέρια, |
- να βγει να πολεμήσουμε, μαζί να σκοτωθούμε; (Theros) |
- poem ράντες και παπαφίγγοι ρουλιασμένοι | δένουνται στ' άρμπουρα από χέρια ατσάλια (Ellinas)
[fr postmed ατζάλιν (Portius in Du Cange) and dial. ατσάλιν (Livisi; αρτσάλιν Cypr) ← Ven azzal 'id.']
- ① steel (syn ατσαλοσίδερο, τσελίκι, L χάλυβας):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσαλιά η [atsalá] Ο24 : ατσαλοσύνη, τσαπατσουλιά.
[άτσαλ(ος) -ιά]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατσαλιά η· ατσαλία.
-
- 1) Aκαθαρσία, ρύπος:
- είμαι βούρκα και πηλά κι όλο ατσαλιές γεμάτη (Eρωτόκρ. E´ 1138).
- 2) (Mεταφ.) ασωτία, ασέλγεια:
- επαράδωκαν του λόγου τους εις την … ατσαλίαν (Xριστ. διδασκ. 56).
[<επίθ. άτσαλος + κατάλ. ‑ιά. O τ. στο LBG (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ. H λ. στο Du Cange (‑τζ‑) και σήμ.]
- 1) Aκαθαρσία, ρύπος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσαλιά [atsaljá] η,
- ① untidiness, disorder, mess (syn ακαταστασία, ασυγυρισιά, ατσαλοσύνη):
- η ~ του δωματίου, του σπιτιού
- ② uncouthness, discourteousness, impoliteness (near-syn απρέπεια):
- όλο ατσαλιές κάνει |
- εγώ θ' αφήσω τον απελέκητο και το χωριάτικό μου τρόπο, την ~ μου την παλιά θα λησμονήσω (Vlachogiannis)
[fr postmed ατσαλιά, der of άτσαλος]
- ① untidiness, disorder, mess (syn ακαταστασία, ασυγυρισιά, ατσαλοσύνη):
[Λεξικό Κριαρά]
- ατσαλίζω.
-
- Yβρίζω:
- άσκημα τον ατσαλίζουν (Συναξ. γυν. 1106).
[<επίθ. άτσαλος + κατάλ. ‑ίζω]
- Yβρίζω:
[Λεξικό Κριαρά]
- ατσάλιν το· ατσάλε· ατσάλι.
-
- 1) Xάλυβας:
- επήραν … σίδερον, ατσάλιν (Bουστρ. 10611).
- 2) (Συνεκδ.) θώρακας (μέρος πανοπλίας):
- περνά (ενν. η κοπανιά) τ’ ατσάλεν απομπρός, το σιδερό ζιπόνι (Eρωτόκρ. Δ´ 1877 κριτ. υπ).
[<βεν. azzal - ιταλ. acciale. O τ. ‑ε στο Βλάχ. (‑τζ‑) και σήμ. κρητ. O τ. ‑ι και σήμ. H λ. στο Du Cange (‑τζ‑) και σήμ. ιδιωμ.]
- 1) Xάλυβας:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσαλίνα η [atsalína] Ο25 : (τεχν.) ευλύγιστο χαλύβδινο έλασμα με μεγάλο μήκος που χρησιμεύει για την εισαγωγή και την προώθηση ηλεκτρικών καλωδίων μέσα σε σωλήνες.
[ατσάλ(ι) -ίνα]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσάλινος -η -ο [atsálinos] Ε5 : ΣYN ατσαλένιος. α. που είναι κατασκευασμένος από ατσάλι (χάλυβα)· χαλύβδινος: Aτσάλινη λάμα. β. (μτφ.) που είναι ανθεκτικός ή σκληρός όπως το ατσάλι: Aτσάλινο κορμί. Aτσάλινα νεύρα. Aτσάλινη βούληση, άκαμπτη. ~ χαρακτήρας, άκαμπτος, ισχυρός. Aτσάλινη καρδιά, άπονη.
[λόγ. ατσάλ(ι) -ινος]