Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατσάκιστος, επίθ.
-
- 1) Άθραυστος:
- ατσάκιστα … κοντάρια (Eρωτόκρ. B´ 1793).
- 2)
- α) (Mεταφ., προκ. για συναισθήματα) ακλόνητος, σταθερός:
- πίστη … ατσάκιστη (Pοδολ. A´ 312)·
- β) (προκ. για διαθήκη) αμετάβλητος, απρόσβλητος:
- καλά να το ποίσει (ενν. το δόμαν) και όλον να ένι στερεωμένον και ατσάκιστον (Aσσίζ. 13510‑1).
- α) (Mεταφ., προκ. για συναισθήματα) ακλόνητος, σταθερός:
[<στερ. α‑ + τσακίζω. H λ. πιθ. το 14. αι. (LBG, ‑τζ‑) και σήμ.]
- 1) Άθραυστος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατσάκιστος -η -ο [atsákistos] Ε5 : α.που δεν τον τσάκισαν, δεν τον χτύπησαν για να σπάσει η επιφάνειά του: Aτσάκιστες ελιές. ANT τσακιστός. β. που δεν τον τσάκισαν ή που δεν μπορούν να τον τσακίσουν: Aτσάκιστα φύλλα χαρτιού. Aτσάκιστο χαρτόνι. γ. που δεν τσακίζει, δεν κάνει ζάρες: Aτσάκιστο παντελόνι, ατσαλάκωτο. Aτσάκιστο πρόσωπο, χωρίς ρυτίδες ή ανέκφραστο || (μτφ.): Aτσάκιστο ηθικό, ακμαίο.
[μσν. ατσάκιστος < α- 1 τσακισ- (τσακίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατσάκιστος, -η, -ο [atsácistos] (& ατσάκιγος)
- ① uncracked, unbroken, uncrushed (syn άσπαστος 1) ατσάκιστα αμύγδαλα, καρύδια:
- ατσάκιστα πιάτα |
- ατσάκιστες ελιές (syn αστούμπωτες ελιές, ant τσακιστές ελιές)
- ② inflexible, unbending, rigid, stiff (syn άκαμπτος 1, αλύγιστος2 1, άτεγκτος 1):
- τον είδαμε να ξεμακραίνει στο πεζοδρόμιο ατσάκιγος, φιγουρίνι (Terzakis) |
- η σοβαροφάνεια και ο πιθηκισμός κρατάνε ακόμα ατσάκιστο το σκληρό κολάρο της καθαρεύουσας (Ploritis)
- ③ not folded, unpleated, uncreased (ant τσακισμένος, τσακιστός):
- ατσάκιστες πιέτες unpressed pleats |
- ατσάκιστο παντελόνι |
- φορούσε μια ρεπούμπλικα πολύ παλιάς μόδας, που έκανε σαν κουμπές, ατσάκιστη στη μέση (Tsirkas)
- ⓐ unwrinkled, uncreased, pressed (syn ατσαλάκωτος 1):
- θωρούσαμε κι εμείς την παρέλαση, τον κύριο επισμηναγό με την ατσάκιγη στολή (Terzakis)
- ④ fig stiff, formal, stilted:
- ήταν πολύ καθαρός, πολύ τυπικός, πολύ περιποιημένος άνθρωπος, κρύος κι ατσάκιγος πίσω από τα χρυσά γυαλιά του (Terzakis) |
- άνθρωποι δηλαδή ατσάκιστοι, κολλαρισμένοι, βαρείς, ως εμπρέπει .. σ' αληθινούς επιστήμονες (Athanasiadis-N)
[fr postmed, MG ατσάκιστος, cpd w. τσακιστός (: τσακίζω)]
- ① uncracked, unbroken, uncrushed (syn άσπαστος 1) ατσάκιστα αμύγδαλα, καρύδια: