Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ατρύπητος, επίθ.
-
- Που δεν έχει τρυπηθεί:
- Σπίτι … ατρύπητο (Tζάνε, Kρ. πόλ. 4911).
[μτγν. επίθ. ατρύπητος (DGE). H λ. και σήμ.]
- Που δεν έχει τρυπηθεί:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατρύπητος -η -ο [atrípitos] Ε5 : που δεν του έκαναν ή που δεν μπορούν να του κάνουν τρύπα.
[ελνστ. ἀτρύπητος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατρύπητος, -η, -ο [atrípitos]
- ① having no holes, unpierced (syn άτρυπος, ant τρυπημένος):
- ατρύπητα αφτιά |
- σπίτι δεν είχε μείνει ατρύπητο, .. ούτε ακέριο καμπαναριό, χαλάσματα, χαλάσματα (Petsalis) |
- μια δεύτερη μάρκα, ατρύπητη, ήρθε να κολλήσει στα χέρια του (Koumantareas) |
- υπήρχαν θαυμάσιες μαρμάρινες λεοντοκεφαλές, όχι για να τρέχουν απ' αυτές τα νερά, γιατί είναι ατρύπητες, αλλά μόνο για διακόσμηση (Miliadis) |
- folks. μαργαριτάρι ατρύπητο, κόρη μου, στο λαιμό σου (NPolitis)
- ⓐ having no holes due to overuse, not overworn (ant τρυπημένος, τρύπιος):
- ατρύπητα παπούτσια, ρούχα
- ⓑ which cannot be pierced or drilled (syn αδιάτρητος):
- ατρύπητο σίδερο, τσιμέντο
- ② not pierced or wounded w. a pointed instrument
- ③ fig not deflowered, virginal (syn αδιακόρευτη, απάρθενος 1):
- ατρύπητη νύφη
[fr postmed, MG ατρύπητος ← K, AG, cpd w. τρυπητός]
- ① having no holes, unpierced (syn άτρυπος, ant τρυπημένος):