Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατρύγητος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
ατρύγητος, επίθ.
  • (Προκ. για αμπέλι) που δεν έχει τρυγηθεί:
    • (Φυσιολ. (Legr.) 470).

[αρχ. επίθ. ατρύγητος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατρύγητος -η -ο [atríjitos] Ε5 : που δεν τον τρύγησαν: Aτρύγητο αμπέλι / μελίσσι / μέλι. Aτρύγητα σταφύλια. Aτρύγητη κυψέλη.

[αρχ. ἀτρύγητος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατρύγητος, -η, -ο [atríyitos]
  • ① whose crop has not been gathered, unharvested (syn άτρυγος, ant τρυγημένος):
    • ~ κήπος |
    • ατρύγητη κερήρθα |
    • ατρύγητο λιβάδι |
    • ο νοτιοευβοϊκός χώρος .. είχε άλλοτε πλουσιότερο ιχθυαπόθεμα, .. αφού ήταν στις αρχές του αιώνα χώρος παρθένος, ~ (Zappas) |
    • folks. της τάζω αμπέλια ατρύγητα μ' όλους τους τρυγητάδες (DPetrop)
  • ⓐ unharvested, ungathered, unpicked (syn αμάζευτος 1, ασόδιαστος):
    • μαραίνονται ατρύγητα σε κληματαριές και κλήματα τα σταφύλια (Floros)
  • ② fig not plucked as a fruit, not enjoyed erotically:
    • poem .. αρμόδια ήταν αυτή να δώσει συμβουλή | για τέτοιο πάθος, που έφθειρε το ατρύγητό σου σώμα (Skipis) |
    • και ήπια τ' ατρύγητα φιλιά, που μυστικά μού δίνουν | τα μαντεμένα χείλη σου κλ (Melachrinos) |
    • χάνεσαι να! στα μακρινά, μα ως να λησμονήσεις | κάποιαν ατρύγητη ομορφιά, ξαναγυρίζεις (Geralis)
  • ③ fr whom money has not been obtained, not bled or milked:
    • δεν αφήνει κανένα φίλο του ατρύγητο

[fr postmed, MG (Makrembolitis) ατρύγητος ← K (also pap), AG (Aristotle), cpd w. τρύγητος; cf εὐτρύγητος (Theophr.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες