Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατροφικός -ή -ό [atrofikós] Ε1 : που έχει σχέση με την ατροφία, που πάσχει από οργανική ή σωματική αδυναμία· καχεκτικός: Aτροφικά χέρια / πόδια. Tο ένα νεφρό του είναι ατροφικό.
[λόγ. ατροφ(ία) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατροφικός, -ή, -ό [atrofikós] (L)
- ① med pertaining to or caused by atrophy, atrophic (ant υπερτροφικός):
- ατροφική γαστρίτιδα, κίρρωση |
- ατροφικά φαινόμενα της μήτρας
- ② characterized by underdevelopment or degeneration, atrophic, atrophied (ant αναπτυγμένος2 2, υπερτροφικός):
- ~ μυς |
- ατροφικές αμυγδαλές |
- ατροφικό παιδί |
- ατροφικό κορμί, μουστάκι, πόδι, στήθος |
- ατροφική ανάπτυξη των άκρων |
- σ' ένα διάστημα τα χόρτα και τ' αγκάθια ήταν λιγοστά κι ατροφικά (Drosinis) |
- κοιτάζω .. τ' ατροφικά δεντράκια, που στράγγισ' ο χυμός τους απ' τη μακροχρόνια αυτή ζέστα (Myrtiotissa) |
- υπάρχουν όμως γυναίκες με απολύτως ατροφικά τα γεννητικά όργανα, χωρίς έμμηνα και χωρίς μαστούς (Katsigra, adapted) |
- τα χέρια σας είναι ατροφικά από λειψή μεταχείριση (Koufop)
- ③ fig undeveloped, shrunk, weak, degenerate (ant υπερτροφικός):
- ατροφική μνήμη, φαντασία |
- ατροφικό ένστικτο |
- σκοτώνουν την αγάπη ή .. την κάνουν ατροφική (Drosinis) |
- στον τόπο μας .. το συναίσθημα της ευθύνης είναι τόσο ατροφικό (Karouzos) |
- το απόπτυγμα του αγάλματος χαρακτηρίζεται από ξερή και ατροφική πτύχωση (Despinis, adapted) |
- βρίσκουν το προοίμιο του έπους από μια άποψη ατροφικό και ανεπαρκές (Maronitis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατροφικός, cpd w. α- & K (Galen) τροφικός]
- ① med pertaining to or caused by atrophy, atrophic (ant υπερτροφικός):