Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατροποποίητος -η -ο [atropopíitos] Ε5 : που δεν τον τροποποίησαν ή που δεν μπορούν να τον τροποποιήσουν: Aτροποποίητο σχέδιο / πρόγραμμα. ~ κανονισμός.
[λόγ. α- 1 τροποποιη- (τροποποιώ) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατροποποίητος, -η, -ο [atropopíitos] (L)
- unmodified, unchanged (syn αμετάβλητος 1, ant τροποποιημένος):
- το νομοσχέδιο υποβλήθηκε ατροποποίητο |
- εκφράζει το μεσογειακό πνεύμα στην ακέραιη, την αυθεντική του ουσία, ατροποποίητο (Chatzinis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατροποποίητος, cpd w. *τροποποιητός (: τροποποιώ)]
- unmodified, unchanged (syn αμετάβλητος 1, ant τροποποιημένος):