Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατροπίνη
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατροπίνη η [atropíni] Ο30 : (φαρμ.) κρυσταλλική ουσία που χρησιμοποιείται στην ιατρική ως διασταλτικό της κόρης του ματιού και ως σπασμολυτικό.

[λόγ. < γερμ. Atrop(ine) ή γαλλ. atrop(ine) -ίνη < νλατ. atropa `είδος βότανου΄ < αρχ. Ἄτροπος (μία από τις τρεις Mοίρες)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατροπίνη [atropíni] η, (L) pharm
  • atropine:
    • ένεση ατροπίνης

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατροπίνη ← Ger Atropin, this fr plant name Atropa belladonna]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες