Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατραξιόν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατραξιόν η [atraksxón] Ο (άκλ.) : θεαματικό νούμερο (ακροβατικό, ταχυδακτυλουργικό κτλ.): Tο πρόγραμμα του νυχτερινού κέντρου περιελάμβανε και μερικές εντυπωσιακές ~.

[λόγ. < γαλλ. attraction]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατραξιόν [atraksjόn] η, indecl (L)
  • ① spectacle that entertains or draws people's attention, attraction:
    • η σκάφη είναι από τις μεγάλες ~ της αγρότισσας |
    • έκανε κι ένα συγγραφέα, σοβαρόν άνθρωπο, να γίνει για μια στιγμή διεθνής ~ (Terzakis) |
    • το σκοτάδι είναι η ώρα που την τρακάρει κανείς [τη μελιδώνα (syn αλιδώνα) ] με το πυροφάνι· σπουδαία ~! (Potamianos)
  • ② theat etc act, turn, number (syn νούμερο):
    • στο πάρκο λειτουργεί σήμερα το κέντρο πολυτελείας 'Γκριν Παρκ' με ορχήστρες, τραγούδι και διάφορες ~ (Varelas, adapted)

[fr Fr attraction]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες