Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατράνταχτος -η -ο [atrándaxtos] & ατράντακτος -η -ο [atrándaktos] Ε5 : 1.που δεν μπορούν να τον κλονίσουν. α. (κυρ.) Aτράνταχτο σπίτι / γιοφύρι. β. (μτφ.) ακλόνητος, αδιάσειστος: Aτράνταχτα επιχειρήματα. Aτράνταχτες αλήθειες. 2. (για περιουσία κτλ.) πολύ μεγάλος σε ποσότητα: Aτράνταχτη προίκα. Aτράνταχτο βιος.
[α- 1 τραντακ- (τραντάζω) -τος με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] · -κτ-: λόγ. επίδρ.]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατράνταχτος, -η, -ο [atrándaxtos]
- ① firm, solid, immovable, unshakable (syn ασάλευτος2 1b, σταθερός, στερεός):
- ~ βράχος |
- ατράνταχτη βάση, κολόνα, πέτρα |
- ατράνταχτο γεφύρι, θεμέλιο, κάστρο, μνημείο |
- έτσι που ορθώνονται τα τειχιά του, .. μοιάζουν ατράνταχτα, μοιάζουν άπαρτα (Petsalis) |
- poem η Ελλάδα γένηκε ένα ατράνταχτο ταμπούρι (ThFotiadis)
- ⓐ unmoved, unshaken, unperturbed (near-syn ατάραχος2 2):
- αγέρωχοι, ατράνταχτοι αντιμετωπίζουν το βαρύτατο κατηγορητήριο (Petsalis)
- ⓑ strong, indomitable, invincible (near-syn ακατάβλητος 1, ανίκητος2 2):
- ατράνταχτο ασκέρι |
- poem βουργαροφάγε ατράνταχτε, τίποτε δε θα μείνει, | κι απ' όσα πλάθεις, ταίριασες και κυβερνάς και ορίζεις (Palam)
- ② unshakable, firm, strong, permanent, established (syn αμετακίνητος 2, απαρασάλευτος 1, ασάλευτος2 2):
- ~ δεσμός, θεσμός |
- ατράνταχτη ισορροπία |
- ατράνταχτο καθεστώς |
- μέναμε με τη χαζή εμπιστοσύνη σε μιαν εξουσία ατράνταχτη, αμετακίνητη (Terzakis) |
- η απόλυτη πίστη .. στον ατράνταχτο χαρακτήρα [των νόμων] φαίνεται πως κλονίζεται (Evelpidis)
- ⓒ unwavering, steadfast, firm, strong (syn ακλόνητος 2, απαρασάλευτος 2, ασάλευτος2 2c):
- ατράνταχτη απόφαση, επιμονή, πίστη |
- ατράνταχτο πείσμα |
- [τα μπαρμπούνια] στέκουν όλα ατράνταχτα εκείθεν του παραπετάσματος (Potamianos) |
- διατηρεί ατράνταχτο το ηθικό των σκλαβωμένων (ChZalokostas)
- ③ unshakable, solid, indisputable, incontestable, undeniable (syn in ασάλευτος2 3):
- ~ μάρτυρας |
- ατράνταχτοι υπολογισμοί |
- ατράνταχτη αλήθεια, λογική, πραγματικότητα |
- ατράνταχτα επιχειρήματα, πειστήρια, στοιχεία, συμπεράσματα |
- η δημοτική γλώσσα είναι .. το πιο ατράνταχτο τεκμήριο της ιστορικής μας ενότητας (Glinos)
- ⓓ solid, strong, unshakable, unassailable:
- ατράνταχτη ομοφωνία, πλειοψηφία |
- δεν μας βεβαίωναν πως ήταν ατράνταχτη η οικονομική ευρωστία της χώρας; (Christidis ΕΣ)
- ④ strong, real, violent (syn γερός):
- ~ καβγάς |
- θα έτρωγες ατράνταχτο ξύλο (Souris)
- ⑤ solid, imposing, immense, enormous, great (near-syn αμέτρητος 1b, άπειρος2 2b):
- ατράνταχτη περιουσία, προίκα |
- ατράνταχτο βιος, χρήμα |
- έφτιαξε μικρό φρουτάδικο, ύστερα κάπως μεγαλύτερο και η περιουσία του τέλος γίνηκε ατράνταχτη (Melas)
[cpd w. τρανταχτός (: τραντάζω)]
- ① firm, solid, immovable, unshakable (syn ασάλευτος2 1b, σταθερός, στερεός):