Παράλληλη αναζήτηση
8 εγγραφές [1 - 8] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατού το [atú] Ο (άκλ.) : 1.συντελεστής ή επιχείρημα ικανό να υπερνικήσει, να ξεπεράσει το σύνολο των αντίστοιχων του αντιπάλου και να ανατρέψει μια κατάσταση: Bασικό ~ αυτής της ομάδας είναι η επιθετική της γραμμή. || Έχει όλα τα ~ γι΄ αυτή τη δουλειά, προσόντα, ικανότητες. 2. τραπουλόχαρτο της σειράς που συμβατικά νικάει τις υπόλοιπες τρεις: Παίζουμε τα μπαστούνια ~.
[λόγ. < γαλλ. atout]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατού, επίρρ.,
- βλ. αυτού.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατού1 s. αυτού.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατού2 [atú] το, indecl
- ① cards trump (syn κόζι):
- τρία χωρίς ~ three no trump |
- τα σπαθιά είναι ~ clubs are trumps |
- κόβω με ~ ruff, trump |
- έπαιξε τον άσο ~ he played the ace of trumps
- ② fig strong or decisive advantage, valuable asset, trump card (syn άσος 2):
- ισχυρό, συντριπτικό ~ |
- το πρώτο ~, που διαθέτει ένας επιτιθέμενος, είναι ο αιφνιδιασμός |
- τα ~ της εταιρίας είναι πρακτικότητα, προσιτό τιμολόγιο, εγγυημένη ποιότητα κλ |
- η αστυνομία κρατάει όλα τα ~ στη δίκη |
- η ασχήμια έχει κι ένα άλλο ~, δεν πάσχει από το χρόνο, δεν κινδυνεύει από τίποτα (Terzakis) |
- κάθε θέατρο εκμεταλλεύεται κυρίως ένα ή δύο θεατρικά άστρα, αυτά είναι το μεγάλο ~ (Melas) |
- το βασικό ~ του ογκ-Κογκ είναι αναμφισβήτητα τα υπερπολυάριθμα μαγαζιά του (Thrylos) |
- το σπουδαιότερο ~ μας ήταν η διαπραγματευτική ικανότητα της Αθήνας (Christidis)
[fr Fr atout ← (16th c.) à tout]
- ① cards trump (syn κόζι):
[Λεξικό Κριαρά]
- ατουπίν το,
- βλ. ατιπίν.
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατούρκευτος, -η, -ο [atúrceftos] rare
- not having adopted the Turkish faith or way of life, not turned Turkish (ant τουρκεμένος):
- poem ω, ατούρκευτε ιερέα, | νοερά που με καλείς, | σε ιδεατά εγερτήρια | της βάρυπνης φυλής (Mammelis)
[cpd w. *τουρκευτός (: τουρκεύω)]
- not having adopted the Turkish faith or way of life, not turned Turkish (ant τουρκεμένος):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατουφέκιστος -η -ο [atufékistos] Ε5 : που δεν τον πυροβόλησαν ή που δεν τον σκότωσαν με τουφέκι: Kανένα πετούμενο δεν αφήνει ατουφέκιστο μα και κανένα δε σκοτώνει.
[α- 1 τουφεκισ- (τουφεκίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατουφέκιστος, -η, -ο [atufécistos] (& αντουφέκιστος & region. αντουφέκιγος)
- ① not shot at w. a rifle (ant τουφεκισμένος & ντουφεκισμένος):
- ~ λαγός |
- θα μπούνε οι Τούρκοι αντουφέκιγοι και θα δώσουμε λόγον δι' αυτό εις τον θεόν και στους ανθρώπους (Makryg)
- ② hard to shoot:
- ατουφέκιστες πέρδικες
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατουφέκιστος, cpd w. *τουφεκιστός (: τουφεκίζω)]
- ① not shot at w. a rifle (ant τουφεκισμένος & ντουφεκισμένος):