Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατοπικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατοπικός, -ή, -ό [atopikós] (L) med
  • of or pertaining to atopy, atopic:
    • ατοπικά αντισώματα

[fr kath (neol) ατοπικός ← ISV atopic, this cpd of pref α- & τοπικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες