Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατονώ [atonó] Ρ10.9α μππ. ατονημένος : α.χάνω τη δύναμή μου, την ισχύ μου· εξασθενώ: H νέα κυβέρνηση κατάργησε και τυπικά νόμους που από καιρό είχαν ατονήσει. Ο ρομαντισμός γρήγορα ατόνησε. || χάνω τη λειτουργική μου ικανότητα: Aτονημένη παραγωγική κατάληξη. β. δείχνω έλλειψη διάθεσης για δράση: H κινηματογραφική λέσχη της πόλης μας ατονεί και σιγά σιγά διαλύεται.
[λόγ. < αρχ. ἀτονῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατονώ.
-
- (Eνεργ. και μέσ.) χάνω την έντασή μου, εξασθενώ:
- (Δούκ. 26512), (Iερακοσ. 45318).
[αρχ. ατονέω. H λ. και σήμ.]
- (Eνεργ. και μέσ.) χάνω την έντασή μου, εξασθενώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατονώ [atonό] ατονεί, ipf ατονούσα, aor ατόνησα (subj ατονήσω), pf & plupf έχω-είχα ατονήσει
- Ⓐ intr
- ① lose tone or strength, become lax or limp, decline, flag (near-syn αδυνατίζω Β2, εξαντλούμαι, εξασθενίζω):
- ο άρρωστος ατονεί |
- ο μυς, το χέρι ατονεί |
- δεν δέχτηκε να βάλει τίποτα στο στόμα της· θα νόμιζε κανείς πως οι φυσικές λειτουργίες της είχαν ατονήσει (Theotokas) |
- το κορμί του ατόνησε κι έγειρε στο σάπιο περβάζι (SPapageorgiou)
- ② fig lose vigor, weaken, languish (near-syn εξασθενίζω, φθίνω):
- η αγάπη, το ένστικτο, το ιδανικό, η μνήμη, η παράδοση ατονεί |
- τα συναισθήματά του ατονούν |
- οι σχέσεις μεταξύ τους ατόνησαν |
- όταν γυμνωθείς από κάθε ουσιαστική επαφή με τον άλλον άνθρωπο, .. οι δημιουργικές προδιαθέσεις ατονούν (Panagiotop) |
- κάποια φωνή έχει σιγήσει στην Ευρώπη, κάποια δύναμη έχει ατονήσει (Theotokas) |
- η εξυπνάδα κινδύνευε ν' ατονήσει από έλλειψη άσκησης (Evelpidis) |
- ατονεί με τον καιρό η εθνική συνείδηση (Palaiologos)
- ⓐ decrease, decline, fall (near-syn ελαττώνομαι, μειώνομαι, υποχωρώ, ant αυξάνομαι, εντείνομαι):
- μην αφήνετε να ατονήσει η απόδοσή σας στην εργασία |
- ηρεμία στην ακρογιαλά· ο αέρας είχε ατονήσει (Petsalis) |
- οι περιέργειες των διαφόρων γνωρίμων .. είχανε ατονήσει με τον καιρό (Nirvanas) |
- το ενδιαφέρον για την προσωπογραφία είχε ατονήσει (Michelis)
- ③ be inactive or slack, slow down, slacken:
- η αγορά, η κουβέντα ατονεί |
- η πνευματική κίνηση της πόλης ατονεί |
- ατόνησε στην Αγγλία .. το θρησκευτικό μεταρρυθμιστικό κίνημα (Kanellop)
- ⓑ fall into disuse or abeyance, lose validity or application (ant ισχύω):
- ατόνησε η λογοκρισία |
- ατονούν οι δημοκρατικές διαδικασίες |
- ατόνησαν οι δασμολογικές ατέλειες |
- η νομοθεσία για τον έλεγχο καυσαερίων έχει ατονήσει |
- η πρόταση για σύναψη σύμβασης ατονεί, αν απορριφτεί ή αν δεν έγινε έγκαιρη αποδοχή της (Christidis AK) |
- το δίγαμμα καταργήθηκε, ατόνησε ή αχρηστεύθηκε μετά τον έκτον προχριστιανικόν αιώνα (Floros)
- Ⓑ trans cause to lose strength or vigor, weaken, enfeeble (syn in ατονίζω 2, ant τονώνω):
- η ψυχική και πνευματική ανία των παραστάσεων ατονεί τον αγώνα (Athanasiadis-N) |
- η δουλεία τόσων αιώνων .. επέτυχε .. να ατονήσει κάπως τη μνήμη .. της ηθικής και πνευματικής ιστορίας του πνεύματός των (Theodorakop) |
- δε θα επιτρέψει στα συναισθήματα να ανατρέψουν και ατονήσουν τα επιχειρήματα (Geros, adapted)
[fr kath ατονώ ← MG, PatrG ← K (also pap), AG ἀτονῶ (-έω), der of άτονος]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατόνως, επίρρ.
-
- Mε χαλαρότητα, χωρίς διάθεση:
- κάθηται ατόνως (ενν. ο ιέραξ) (Oρνεοσ. αγρ. 55118).
[μτγν. επίρρ. ατόνως]
- Mε χαλαρότητα, χωρίς διάθεση: