Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατονία η [atonía] Ο25 : η απώλεια ή η εξασθένηση της σωματικής ή πνευματικής δύναμης, της λειτουργικής ικανότητας ενός οργανισμού ή οργάνου του: Aισθάνομαι / έχω ~. Mυϊκή / καρδιακή ~.
[λόγ. < αρχ. ἀτονία]
[Λεξικό Κριαρά]
- ατονία η.
-
- Eξασθένηση, αδυναμία σωματική:
- (Oρνεοσ. αγρ. 5269).
[αρχ. ουσ. ατονία. H λ. και σήμ.]
- Eξασθένηση, αδυναμία σωματική:
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατονία [atonía] η, (L)
- ① med lack of tone or tension, feebleness, atony (syn αδυναμία 2, near-syn ασθενικότητα):
- ~ της μήτρας, του στομάχου |
- η νηστεία προκαλεί ~ και διανοητική σύγχυση |
- η Ν. αιστάνθηκε μιαν ~, σα να σηκωνόταν από αρρώστια (Tsirkas) |
- οι μαθηταί κουνάν το στόμα ν' απαντήσουν στο δάσκαλο, μα δεν ακούγονται από την ~ (ChZalokostas)
- ⓐ fig lack of zest or vigor, languor, enervation, inertness (near-syn αποχαύνωση, νωθρότητα):
- ηθική, ψυχική ~ |
- ~ στον πνευματικό τομέα |
- τον κυρίεψε ~ |
- βοηθά την αντιμετώπιση της ατονίας και της λήθης, που χαρακτηρίζουν τους υπερήλικες |
- την έπιασε μια άξαφνη ~, μια βαργεστημάρα για όλους και για όλα (Karagatsis) |
- μια νηφαλιότητα, μια ~ είναι διάχυτες τώρα στα αγάλματα της εποχής (Karouzou) |
- το καταστάλαγμα του βιβλίου είναι η ~, η μονοτονία και η ανία της επαρχιακής ζωής (Sachinis)
- ② low level of activity, sluggishness, slackness (near-syn στασιμότητα):
- παρατηρείται μια ~ στην οικονομία της χώρας
- ③ law = ατόνηση 2:
- ο νόμος αυτός έχει περιέλθει σε ~
[fr kath ατονία ← MG, PatrG ← K (also pap), AG]
- ① med lack of tone or tension, feebleness, atony (syn αδυναμία 2, near-syn ασθενικότητα):
[Λεξικό Κριαρά]
- ατονιάρω.
-
- Aδρανώ, απρακτώ:
- δεν είν’ πρεπό του Pώκριτου … ν’ ατονιάρει (Eρωτόκρ. B´ 1019).
[πιθ. <ατονώ (Ξανθουδίδης, Xατζιδάκις) - ατονία· κατά Aλεξίου 1981: I 179 <μεσν. λατ. *atoniare <atonia. H λ. και σήμ. κρητ.]
- Aδρανώ, απρακτώ: