Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατομιστικός -ή -ό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομιστικός 1 -ή -ό [atomistikós] Ε1 : που αναφέρεται, εξυπηρετεί το άτομο 1: Aτομιστική συμπεριφορά, εγωιστική.

[λόγ. ατομιστ(ής) 1 -ικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομιστικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στο άτομο 2 των αρχαίων ατομικών φιλοσόφων: Οι ατομιστικές θεωρίες (του Επίκουρου, του Λουκρήτιου).

[λόγ. < γαλλ. atomistique < atomist(e) = ατομιστ(ής) 2 -ique = -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομιστικός, -ή, -ό [atomistikós] (L)
  • ① characterized by or favoring individuality, assertively independent, individualistic (syn ατομικιστικός 2):
    • ανταρσία του ατομιστικού αυτεξουσίου κατά του κοινωνιοκρατικού καταναγκασμού (Palam) |
    • διαμορφώθηκε μια οικονομική και κοινωνική τάξη, που πήρε ατομιστική μορφή, όπως μπορούσε να πάρει και μαζικότερη (Kasimatis)
  • ⓐ concerned w. or centered on individuals, individualistic (syn ατομικιστικός 2b):
    • ατομιστική ηθική, παιδεία |
    • η τεχνική .. έρχεται σε σύγκρουση με την ατομιστική ελληνορωμαϊκή αντίληψη (Evelpidis) |
    • σε μια εποχή που δοξολογούσε το ατομιστικό πνεύμα .. το άτομο βρέθηκε πάνω από το έθνος, πάνω από το σύνολο (Sachinis)
  • ② self-centered, selfish, egotistical (syn in ατομικιστικός 1):
    • άλλο ένα αγκωνάρι της πίστης θα ήταν ο εγωισμός, με την ατομιστική προσπάθεια για την καλυτέρεψη της ζωής του καθενός (IDragoumis, adapted)
  • ③ philos of or pertaining to atomism, atomistic:
    • συνειδητά όμως μηχανιστής είναι ο Δημόκριτος με την ατομιστική του ερμηνεία της ψυχής (Theodoridis) |
    • σοφοί διάσημοι .. θεώρησαν την ατομιστική θεωρία του [Δημόκριτου] ως αντίθετη προς τη λογική (ChZalokostas)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομιστικός, der of ατομιστής w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες