Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατομικότητα η [atomikótita] Ο28 : η ιδιότητα του ατόμου 1 ή του ατομικού 1: H ~ μιας περίπτωσης.
[λόγ. ατομικ(ός) 1 -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατομικότητα [atomikόtita] η, (L)
- ① distinctive or individualizing character or quality, individuality (syn ατομισμός 2):
- έντονη, ζωντανή, καλλιτεχνική, πλούσια ~ |
- ~ του λαού, του ποιητή, της τέχνης |
- ~ του βουνού, του έργου, της πόλης, των σπιτιών |
- η μόδα εξαφανίζει κάθε ~ (Papantoniou) |
- ο φυσικός προφορικός λόγος .. καθρέφτιζε την κάθε ~ (Delmouzos) |
- η ιστορία, όπως την καταλαβαίνουν οι μαρξιστές, .. προβάλλει τη μάζα και σκοτώνει την ~ (Evelpidis) |
- anthrop οι διάφορες περιοχές της Κρήτης διατηρούν ακόμη την ατομικότητά τους (Poulianos)
- ⓐ tendency to assert one's uniqueness or distinctiveness, individualism, individuality (syn ατομισμός 2b):
- είχε ~, δεν άφηνε κανένα να του πάρει τον αέρα |
- ξεπερνάν τα εκατό τα λογής λογής έντυπα, που κυκλοφορούν κρυφά· μανία της ατομικότητας του Έλληνα (ChZalokostas) |
- είμαστε λαός με ιδιοσυγκρασία προς την ~ (Theodorakop)
- ② individual person, personality (syn προσωπικότητα, χαρακτήρας, near-syn άτομο 3):
- ο Μουσταφά Κεμάλ, .. ο βασιλιάς της εζάζης κλ, όλες αυτές οι φυσιογνωμίες δεν είναι απλώς ενδιαφέρουσες ατομικότητες (Kazantz) |
- μόνον οι αγνές και δυνατές χαρούμενες ατομικότητες μπορούν, αν επιβληθούν, να επιτύχουν τη γενική ανόρθωση (Thrylos) |
- οι ισχυρές ατομικότητες στέκονται κάτω από την πίεση αντικειμενικού αναγκασμού (Georgoulis)
- ⓑ individual item, unit (near-syn μονάδα):
- οι αριθμοί .. είναι ως ξεχωριστές ατομικότητες πεπερασμένοι, ενώ ως σύνολο μοιάζουν να 'ναι άπειροι (Kanellop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικότης, der of ατομικός]
- ① distinctive or individualizing character or quality, individuality (syn ατομισμός 2):