Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατομικός 1 -ή -ό [atomikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ανήκει σε ένα άτομο και όχι στο σύνολο: Aτομικά και κοινωνικά δικαιώματα. Aτομικές ελευθερίες. Aτομική ιδιοκτησία, ιδιωτική, προσωπική. Aτομικές ενέργειες / προσπάθειες. ANT συλλογικός. Aτομικό συμφέρον. Aτομική πρωτοβουλία, ιδιωτική. Aτομική περίπτωση, ιδιαίτερη, συγκεκριμένη. || Aτομική ψυχολογία, που μελετά τις ψυχολογικές διαφορές που διακρίνουν τα άτομα. || (στρατ.): ~ οπλισμός, ο προσωπικός οπλισμός κάθε στρατιωτικού. Aτομικό όπλο, το προσωπικό όπλο κάθε στρατιωτικού. || (λογ.): Aτομική έννοια, που αναφέρεται σε ένα μόνο αντικείμενο. Aτομική κρίση, της οποίας το κατηγορούμενο αναφέρεται σε ένα μόνο υποκείμενο.
ατομικά ΕΠIΡΡ. [λόγ. άτομ(ον) 1 -ικός μτφρδ. γαλλ. individuel, personnel]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατομικός 2 -ή -ό : που αναφέρεται στο άτομο της ύλης: Aτομική θεωρία. Οι ατομικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας. Aτομικό βάρος. ~ όγκος / αριθμός*. || (ειδικότ.) πυρηνικός: Aτομική φυσική / ενέργεια / βόμβα. ~ αντιδραστήρας / πόλεμος / επιστήμονας. Aτομικό εργοστάσιο / υποβρύχιο.
[λόγ. < γαλλ. atomique < atom(e) = άτομ(ον) 2 -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατομικός, -ή, -ό [atomikós] (L)
- ① of or pertaining to a single individual, individual, particular, single (near-syn ιδιαίτερος, μοναχικός, ant γενικός, ομαδικός, συλλογικός):
- ~ επίδεσμος, φωτισμός |
- ατομική άσκηση, εκπαίδευση, προσπάθεια, πρωτοβουλία |
- ατομική ευθύνη (ant συλλογική ευθύνη) |
- ατομική ψυχολογία individual psychology |
- ατομικό αντίσκηνο |
- philos, logic ατομική έννοια (πρόταση) particular notion (proposition) (ant γενική έννοια) |
- o ζωγράφος έκαμε ατομικές εκθέσεις |
- μπορεί η ατομική ψυχή να συγχωνεύεται μέσα στην ψυχή του σύμπαντος (Evelpidis) |
- το οικοδόμημα της κοινωνίας πήγαινε να διαλυθεί στ' ατομικά του στοιχεία (id.) |
- προτιμά από επιδιώξεις ομαδικού προσηλυτισμού τις προσπάθειες ατομικού προσηλυτισμού (Dimaras)
- ⓐ restricted or pertaining to a particular individual, personal, private, individual (syn ιδιωτικός, προσωπικός, ant δημόσιος, κοινός):
- ~ λογαριασμός, φάκελος |
- ατομική ανάγκη, δημιουργία, ιδιοκτησία, τεχνοτροπία, φυσιογνωμία |
- ατομικές ελευθερίες, εμπειρίες, πεποιθήσεις, υποθέσεις |
- ατομικό κέρδος, συμφέρον |
- ατομικά συναισθήματα, χαρακτηριστικά |
- αν η άποψή μου δεν ικανοποιεί αντικειμενικά, ας κριθεί σαν μια ατομική μαρτυρία (Theotokas) |
- η επιστήμη .. δεν επιτρέπει κατωτερότητες και ατομικούς υπολογισμούς (Sifalakis) |
- όπου γκρεμός έπρεπε να τόνε σκαρφαλώσουμε ζαλωμένοι τ' ατομικά μας είδη (Kasdaglis) |
- εδώ τα κύματα των εντυπώσεών του γίνονται ατομικότερα (Diomatari)
- ② phys of or pertaining to the atom, atomic:
- ~ αριθμός, όγκος, πυρήνας |
- ατομική αποσύνθεση, ενέργεια, θεωρία, φυσική |
- ατομικό βάρος |
- κέντρο ατομικών σπουδών
- ⓑ pertaining to or utilizing atomic energy, atomic, nuclear (syn πυρηνικός):
- ~ αντιδραστήρας, ηλεκτρισμός, κινητήρας, πόλεμος |
- ατομική βόμβα |
- ατομική διάσκεψη |
- ατομική στήλη atomic pile |
- ατομικό καταφύγιο, νέφος, υποβρύχιο |
- ατομικά πειράματα |
- κρατούσε μια διαμαρτυρία για τη χρήση των ατομικών όπλων (Thrylos) |
- μπήκαμε κιόλας στην ατομική εποχή (Angelop)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατομικός, der of (Aristotle) ἄτομον]
- ① of or pertaining to a single individual, individual, particular, single (near-syn ιδιαίτερος, μοναχικός, ant γενικός, ομαδικός, συλλογικός):