Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατομικιστικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατομικιστικός -ή -ό [atomikistikós] Ε1 : που αναφέρεται ή που ταιριάζει στον ατομικιστή ή στον ατομικισμό: Aτομικιστικές ενέργειες, που έχουν κριτήριο και επιδίωξη το ατομικό συμφέρον. Aτομικιστικές θεωρίες.

[λόγ. ατομικιστ(ής) -ικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατομικιστικός, -ή, -ό [atomicistikós] (L)
  • ① self-centered, self-interested, selfish, egotistical (syn ατομιστικός 2, εγωιστικός):
    • η κίνηση για περιηγητικές εγκαταστάσεις .. σκοντάφτει σε δυσκολίες, που προέρχονται .. από ατομικιστικές τάσεις μοναστηριών (Floros)
  • ② characterized by or favoring individuality or distinctiveness, assertively independent, individualistic (syn ατομιστικός 1):
    • δεν υπάρχουν εκατό ειδών καφέδες, όπως τους έχει διαφοροποιήσει το ατομικιστικό δαιμόνιο του Έλληνος (Melas)
  • ⓐ concerned w. or centered on individuals, individualistic (syn ατομιστικός 1b, ατομοκρατικός):
    • ατομικιστική ηθική, μεθοδολογία |
    • το τέλος του πολέμου σημειώνει .. την προώθηση του νέου σοφιστικού ατομικιστικού πνεύματος (Varelas) |
    • διαμόρφωσαν .. μια κοινωνία ατομικιστική .. κατά το ότι πιστεύει στο άτομο, στην πρωτοβουλία του (Theotokas) |
    • η τέχνη κατάφευγε σε μια ατομικιστική απομόνωση (Athanasiadis-N)

[der of ατομικιστής w. suff -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες