Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατολμία η [atolmía] Ο25 : η διστακτικότητα κάποιου να αποφασίσει ή να κάνει κτ., η έλλειψη τόλμης, θάρρους· δειλία: Δείχνω ~.
[λόγ. < αρχ. ἀτολμία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατολμία [atolmía] η, (L) (& Kazantz ατολμιά)
- :
- φοβερή, φυσική ~ |
- αίσθημα ατολμίας |
- κατηγόρησε την κυβέρνηση για ~ και παθητική στάση στο κυπριακό |
- άπλωσα το χέρι μου δυο τρεις φορές, μα το αποτραβούσα με ~ (KPolitis) |
- από οκνηρία και ~ δεν στηρίζεται στις δικές του διανοητικές δυνάμεις (Papanoutsos) |
- σφραγίζουν τα χείλη τους από ~ (Thrylos) |
- προδίνεται με τον καμπυλωτόν ώμο μια ~ για την οριστική εγκατάλειψη του παλαιικού σχήματος (Karouzou) |
- poem τα πλοία τους όλα να πατήσουμε, που στων θεών το πείσμα| κακά μας δώσαν μύρια φτάνοντας, από ατολμιά των γέρων (Homer Il 15.721 Kaz-Kakr)
[fr postmed (Somavera) ατολμία ← AG, der of άτολμος2]