Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατμόσφαιρα η [atmósfera] Ο27 : 1.το μείγμα των αερίων που περιβάλλει τη γη ή άλλα ουράνια σώματα: H Σελήνη δεν έχει ~. H Aφροδίτη και ο Άρης έχουν ~. Tο σχήμα της ατμόσφαιρας είναι όμοιο περίπου με το σχήμα της Γης. Tα στρώματα της ατμόσφαιρας. Πίεση / θερμοκρασία / υγρασία / πυκνότητα ατμόσφαιρας. Kαθαρή / διαυγής / μολυσμένη ~. Yγιεινή / υγρή / βαριά ~, κλίμα. || (φυσ.) μονάδα μέτρησης της πίεσης: Πίεση δέκα ατμοσφαιρών. 2. (μτφ.) α. το ψυχολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο βρίσκεται ή γίνεται κάτι· κλίμαI2, αέρας: Εχθρική / φιλική / ηλεκτρισμένη / ζεστή ~. ~ οικειότητας. Γνώριμη και οικεία ~. β. η ιδιαίτερη, παράξενη και υποβλητική ψυχολογική διάθεση και γοητεία που προκαλεί ένα λογοτεχνικό, κινηματογραφικό κτλ. έργο: Ο σκηνοθέτης πετυχαίνει να δημιουργήσει ~. Tο έργο έχει κάτι από την ~ του αστυνομικού μυθιστορήματος. (έκφρ.) περιρρέουσα* ~.
[λόγ. < γαλλ. atmos phère < αρχ. ἀτμό(ς) + σφαῖρα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμόσφαιρα [atmósfera] η, (& ατμοσφαίρα)
- ① gaseous mass surrounding the earth or other heavenly bodies, atmosphere:
- πάνω από το κεφάλι μας έχομε τον πελώριο αέριο μανδύα της ατμοσφαίρας, που περιβάλλει τον πλανήτη μας (Valaoras)
- ⓐ atmosphere of a particular place, air (syn αέρας 1):
- θολή, πυκνή, υγιεινή, υγρή ~ |
- νόμισε πως τάχα τη χάιδεψε μια απαλή ανοιξιάτικη ατμοσφαίρα (Papantoniou) |
- η ελαφρή πνοή τους έβγαινε, απλωνότανε στην ~ σαν ύμνος στην αγάπη (Voutyras) |
- poem το πράσινο άχνιζε ανάμεσα στα βουνά | κι η ~ έμοιαζε σα να χλόιζε ο ήλιος (Vrettakos)
- ⓑ phys unit of pressure equal to 1033.6 grams per square centimeter, atmosphere:
- πίεση 70 ατμοσφαιρών
- ② fig prevailing attitude or mood, mental or moral environment, atmosphere (syn αέρας 5, near-syn περιβάλλον):
- ευνοϊκή, οικογενειακή, πνευματική, σχολική, ψυχική ~ |
- ευχάριστη, καταθλιπτική, πολιτισμένη, τεταμένη, φιλική ~ |
- ~ άγχους |
- ~ αντιπάθειας, ερωτισμού, ευφροσύνης, θαυμασμού, θλίψης, μισαλλοδοξίας, μυστηρίου, ονείρου, τρόμου |
- ~ της εποχής, του σπιτιού, της συζήτησης |
- ύστερ' από τη συνέντευξή μου .. η ~ στην Ακαδημία άλλαξε (Xenop) |
- οι ευρύχωροι .. δρόμοι, .. τα πολλά ιδιωτικά αυτοκίνητα, .. δημιουργούν ~ μεγάλων πρωτευουσών (Panagiotop) |
- αναπαράσταση της ατμόσφαιρας, που δημιούργησε στην πρωτεύουσα ο πόλεμος (Sachinis) |
- τα τρεξίματα και οι σκοτούρες .. πήρανε τέλος και κατέβηκε στην Αλεξάντρεια, για ν' αλλάξει ~ (Tsirkas)
- ⓒ esthetic effect or mood created or suggested by a work of art, atmosphere (near-syn πνεύμα, ύφος):
- λυρική ~ |
- τα όργανα .. βοηθούν κι αυτά να δημιουργηθεί η ~ που χρειάζεται (EKazantz) |
- τα σκηνικά είναι είδος sine qua non, γιατί αυτά δημιουργούν την ~ (Athanasiadis-N) |
- η πρώτη γραμμή του πρώτου κεφάλαιου μάς εισάγει στην ~ της αρρώστιας (Sachinis)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμόσφαιρα bes ατμοσφαίρα ← Fr atmosphère, this cpd of ατμός & σφαίρα]
- ① gaseous mass surrounding the earth or other heavenly bodies, atmosphere: