Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμόπλοιο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμόπλοιο το [atmóplio] Ο42 : πλοίο, επιβατικό ή φορτηγό, που κινείται με τη δύναμη του ατμού.

[λόγ. ατμο- + πλοίον μτφρδ. αγγλ. steamship]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμόπλοιο [atmόplio] το, (L) naut
  • steamship, steamer (syn ατμοκίνητο, βαπόρι, πυρόσκαφο):
    • ανάμεσα στα ιστιοφόρα ξεχωρίζουν κάμποσα πυρόσκαφα, ατμόπλοια τα βαφτίσανε τώρα τελευταία (Petsalis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμόπλοιον, cpd w. πλοίον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες