Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμόλουτρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ατμόλουτρο το [atmólutro] Ο41 : η έκθεση του σώματος στην επίδραση ατμών, για θεραπευτικούς λόγους.

[λόγ. ατμο- + λουτρ(όν) -ον]

[Λεξικό Γεωργακά]
ατμόλουτρο [atmόlutro] το, (L)
  • ① med etc steam bath, vapor bath:
    • υπάρχουν ατμόλουτρα για αρθριτικά και ρευματισμούς (Varelas) |
    • περιμένουν με τη χρήση ενός καλλυντικού ή μερικών ατμόλουτρων .. ολοσχερή εξαφάνιση των ρυτίδων (GLadas)
  • ② Turkish bath (syn χαμάμι):
    • το χτήμα ολάκερο άχνιζε σαν ~ (Koumantareas) |
    • o ελληνικός λαός συνήθισε να πλένεται .. σε ~, που όλοι το ξέρουν με το τουρκικό όνομα χαμάμι (Saratsis)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμόλουτρον, cpd w. λουτρόν]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες