Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατμοσφαιρικός -ή -ό [atmosferikós] Ε1 : που υπάρχει ή γίνεται στην ατμόσφαιρα ή που προκαλείται από αυτήν: ~ αέρας. Aτμοσφαιρικές μεταβολές. Aτμοσφαιρική πίεση / διάθλαση. Aτμοσφαιρικά φαινόμενα. Aτμοσφαιρική ρύπανση. || (ως ουσ.) τα ατμοσφαιρικά, παράσιτα στην ασύρματη τηλεπικοινωνία που προκαλούνται από ποικίλα ατμοσφαιρικά φαινόμενα. || (μτφ.): Aτμοσφαιρικό κινηματογραφικό έργο.
[λόγ. < γαλλ. atmosphérique < atmosphèr(e) = ατμόσφαιρ(α) -ique = -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμοσφαιρικός, -ή, -ο [atmosferikós] (L)
- ① of or pertaining to the atmosphere, atmospheric:
- ~ αέρας, ηλεκτρισμός |
- ατμοσφαιρική διάθλαση, πίεση |
- ατμοσφαιρικές παρεμβολές atmospheric interference |
- ατμοσφαιρικό άζωτο, οξυγόνο |
- ατμοσφαιρικά φαινόμενα |
- ατμοσφαιρική ρύπανση (της Αθήνας) |
- δε δοκιμάσατε το συναίσθημα, που νοιώθει κανένας, όταν το αεροπλάνο βρεθεί ξαφνικά σ' ένα κενό ατμοσφαιρικό (KPolitis) |
- έχει αποδειχτεί ότι το ατμοσφαιρικό ύψος δεν έχει να κάνει τίποτε στη γιατρειά των αρρώστων (Saratsis)
- ② fig creating or suggesting an esthetic atmosphere or mood, atmospheric:
- ατμοσφαιρική ηθοποιία |
- ατμοσφαιρικό θεατρικό έργο
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοσφαιρικός, der of ατμόσφαιρα]
- ① of or pertaining to the atmosphere, atmospheric: