Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατμοπλοΐα η [atmoploía] Ο25 : η συγκοινωνία με ατμόπλοια: H εθνική ~.
[λόγ. ατμο- + -πλοΐα κατά το ναυσιπλοΐα μτφρδ. αγγλ. steam navigation]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμοπλοΐα [atmoploía] η, (L) naut
- ① steam navigation (syn phr ατμήλατη ναυτιλία)
- ② steamship company, maritime line (syn phr ατμοπλοϊκή εταιρία):
- ο Μπ., διευθυντής και δημιουργός της μεγαλύτερης ατμοπλοΐας του κόσμου, .. αυτοκτόνησε (Athanasiadis-N)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοπλοΐα (1851), cpd w. combin form -πλοΐα or der of ατμόπλοιον; cf ακτοπλοΐα, θαλασσοπλοΐα, ιστιοπλοΐα etc]