Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ατμοδρόμωνας
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
ατμοδρόμωνας [atmo∂rόmonas] ο, (L) naut
  • steam-powered corvette:
    • στο λιμάνι της Καλαμάτας είχε φουντάρει ένας ~ του στόλου (Bastias)

[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμοδρόμων, cpd w. (Procopius) δρόμων]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες