Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ατμάμαξα η [atmámaksa] Ο27 : το όχημα του σιδηροδρόμου που έχει την ατμομηχανή, η λοκομοτίβα.
[λόγ. ατμ(ο)- + άμαξα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- ατμάμαξα [atmámaksa] η, (L) railw
- steam locomotive (syn ατμομηχανή 2)
[fr kath (neol: Koumanoudis) ατμάμαξα, cpd w. άμαξα]